ἁγίασμα: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
(b)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0014.png Seite 14]] τό, geweihter, heiliger Ort, VLL, K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0014.png Seite 14]] τό, geweihter, heiliger Ort, VLL, K. S.
}}
{{ls
|lstext='''ἁγίασμα''': -ατος, τό, ([[ἁγιάζω]]), ἅγιον, [[ἱερόν]], ἡγιασμένον· «οὐ βρωθήσεται, [[ἁγίασμα]] γάρ ἐστι.» Ο΄, Ἕξοδ. 29, 34. β) [[ἁγιαστήριον]], ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, ὁ [[ναός]]. Ἔξοδ. 25, 7. Παραλ. Α΄, 22, 19. Β΄, 26, 18. Ἰουδὶθ 5, 19. Ψαλμ. 95, 6. Σειρὰχ 36, 18, 47, 13. Ἡσαΐ. 8, 44. Μακκ. Α΄, 1, 21, 39. κτλ. γ) ἡ ἁγία [[τράπεζα]] Χριστιανικοῦ ναοῦ, Εὐσέβ. ΙΙ, 677Α. δ) τὰ συστατικὰ τῶν μυστηρίων τῆς μεταλήψεως, συνήθως ἐν τῷ πληθ. Γρηγ. Θ. 1048Β. Βασ. IV, 797A, B. 804A. Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ, 225C. ε) ἡγιασμένον [[ὕδωρ]], [[ἁγιασμός]]· «[[ἁγίασμα]] τῶν Φώτων», Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 141, 13. ζ) [[ἁγιότης]], [[ἁγιωσύνη]], Ψαλμ. 92, 5. Σειρὰχ 45, 12.
}}
}}

Revision as of 11:13, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁγίασμα Medium diacritics: ἁγίασμα Low diacritics: αγίασμα Capitals: ΑΓΙΑΣΜΑ
Transliteration A: hagíasma Transliteration B: hagiasma Transliteration C: agiasma Beta Code: a(gi/asma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = ἁγιαστήριον, LXX Am. 7.13,al.    II holiness, ib. Ps.92(93).5.

German (Pape)

[Seite 14] τό, geweihter, heiliger Ort, VLL, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἁγίασμα: -ατος, τό, (ἁγιάζω), ἅγιον, ἱερόν, ἡγιασμένον· «οὐ βρωθήσεται, ἁγίασμα γάρ ἐστι.» Ο΄, Ἕξοδ. 29, 34. β) ἁγιαστήριον, ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, ὁ ναός. Ἔξοδ. 25, 7. Παραλ. Α΄, 22, 19. Β΄, 26, 18. Ἰουδὶθ 5, 19. Ψαλμ. 95, 6. Σειρὰχ 36, 18, 47, 13. Ἡσαΐ. 8, 44. Μακκ. Α΄, 1, 21, 39. κτλ. γ) ἡ ἁγία τράπεζα Χριστιανικοῦ ναοῦ, Εὐσέβ. ΙΙ, 677Α. δ) τὰ συστατικὰ τῶν μυστηρίων τῆς μεταλήψεως, συνήθως ἐν τῷ πληθ. Γρηγ. Θ. 1048Β. Βασ. IV, 797A, B. 804A. Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ, 225C. ε) ἡγιασμένον ὕδωρ, ἁγιασμός· «ἁγίασμα τῶν Φώτων», Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 141, 13. ζ) ἁγιότης, ἁγιωσύνη, Ψαλμ. 92, 5. Σειρὰχ 45, 12.