καταπάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(7)
 
(6_14)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=katapa/llomai
|Beta Code=katapa/llomai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dart down</b>, <b class="b3">ἅρπῃ ἐϊκυῖα . . οὐρανοῦ ἒκ κατέπαλτο</b> (Ep. aor. 2) <span class="bibl">Il.19.351</span> (but this form shd. perh. be referred to <b class="b3">κατεφάλλομαι</b>, q. v.); Νὺξ φυγὰς οὐρανόθεν καταπάλλεται <span class="title">PMag.Berol.</span> 2.95: aor. 1, <b class="b3">ἑοῦ κατεπήλατο δίφρου</b> <b class="b2">leapt down from</b>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>18.13</span>.</span>
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dart down</b>, <b class="b3">ἅρπῃ ἐϊκυῖα . . οὐρανοῦ ἒκ κατέπαλτο</b> (Ep. aor. 2) <span class="bibl">Il.19.351</span> (but this form shd. perh. be referred to <b class="b3">κατεφάλλομαι</b>, q. v.); Νὺξ φυγὰς οὐρανόθεν καταπάλλεται <span class="title">PMag.Berol.</span> 2.95: aor. 1, <b class="b3">ἑοῦ κατεπήλατο δίφρου</b> <b class="b2">leapt down from</b>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>18.13</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''καταπάλλομαι''': μεσ., [[μετὰ]] παλμοῦ, μεθ’ ὁρμῆς φέρομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], καταπηδῶ, οὐρανοῦ ἐκ κατέπαλτο (ἐπ. συγκεκομ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἀορ. β΄ κατεπάλετο) Ἰλ. Τ. 351· [[διότι]] ἂν ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἀναφέρηται εἰς τὸ ῥῆμ. [[κατεφάλλομαι]], θὰ ἐγράφετο προπερισπ. κατεπᾶλτο, πρβλ. [[ἀνέπαλτο]], [[κατεφάλλομαι]]·- ἀόρ. α΄, ἐσῦ κατεπήλατο δίφρου Νόνν. Δ. 18, 13· πέτρης ἐκ δισσῆς καταπάλμενον [[ὕδωρ]], [[ὅπερ]] δὲν πρέπει νὰ μεταβληθῇ εἰς κατεπάλμενον, ὁ αὐτ. 48, 614. ΙΙ. δυνατὰ κτυπῶ, [[πυκνόν]] μοι τὸ περικάρδιον κατεπάλλετο, ᾐσθάνετο δυνατὸν καρδιοχτύπι, Εὐμάθ. σ. 89.
}}
}}

Revision as of 11:16, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπάλλομαι Medium diacritics: καταπάλλομαι Low diacritics: καταπάλλομαι Capitals: ΚΑΤΑΠΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: katapállomai Transliteration B: katapallomai Transliteration C: katapallomai Beta Code: katapa/llomai

English (LSJ)

Pass.,

   A dart down, ἅρπῃ ἐϊκυῖα . . οὐρανοῦ ἒκ κατέπαλτο (Ep. aor. 2) Il.19.351 (but this form shd. perh. be referred to κατεφάλλομαι, q. v.); Νὺξ φυγὰς οὐρανόθεν καταπάλλεται PMag.Berol. 2.95: aor. 1, ἑοῦ κατεπήλατο δίφρου leapt down from, Nonn.D.18.13.

Greek (Liddell-Scott)

καταπάλλομαι: μεσ., μετὰ παλμοῦ, μεθ’ ὁρμῆς φέρομαι πρὸς τὰ κάτω, καταπηδῶ, οὐρανοῦ ἐκ κατέπαλτο (ἐπ. συγκεκομ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἀορ. β΄ κατεπάλετο) Ἰλ. Τ. 351· διότι ἂν ὁ τύπος οὗτος ἀναφέρηται εἰς τὸ ῥῆμ. κατεφάλλομαι, θὰ ἐγράφετο προπερισπ. κατεπᾶλτο, πρβλ. ἀνέπαλτο, κατεφάλλομαι·- ἀόρ. α΄, ἐσῦ κατεπήλατο δίφρου Νόνν. Δ. 18, 13· πέτρης ἐκ δισσῆς καταπάλμενον ὕδωρ, ὅπερ δὲν πρέπει νὰ μεταβληθῇ εἰς κατεπάλμενον, ὁ αὐτ. 48, 614. ΙΙ. δυνατὰ κτυπῶ, πυκνόν μοι τὸ περικάρδιον κατεπάλλετο, ᾐσθάνετο δυνατὸν καρδιοχτύπι, Εὐμάθ. σ. 89.