στόμις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(c2)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0948.png Seite 948]] ὁ, = [[στομίας]], Aesch. frg. 347 in B. A. 64, ὁ μὴ πειθόμενος χαλινῷ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0948.png Seite 948]] ὁ, = [[στομίας]], Aesch. frg. 347 in B. A. 64, ὁ μὴ πειθόμενος χαλινῷ.
}}
{{ls
|lstext='''στόμις''': ὁ, σκληροστομος, [[σκληροτράχηλος]], δυσπειθὴς [[ἵππος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 346, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Ἕρμανν. (386)· στομίας παρὰ τῷ Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[στόμις]]· ὁ [[ἀπειθής]]· μέγα [[στόμα]] ἔχων, καὶ τοὺς ἵππους δὲ στομίας λέγουσι τοὺς ἀπειθοῦντας τοῖς χαλινοῖς».
}}
}}

Revision as of 11:17, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόμις Medium diacritics: στόμις Low diacritics: στόμις Capitals: ΣΤΟΜΙΣ
Transliteration A: stómis Transliteration B: stomis Transliteration C: stomis Beta Code: sto/mis

English (LSJ)

ὁ,

   A hard-mouthed horse, A.Fr.442 (v.l. στομίας).

German (Pape)

[Seite 948] ὁ, = στομίας, Aesch. frg. 347 in B. A. 64, ὁ μὴ πειθόμενος χαλινῷ.

Greek (Liddell-Scott)

στόμις: ὁ, σκληροστομος, σκληροτράχηλος, δυσπειθὴς ἵππος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 346, ἔνθα ἴδε τὸν Ἕρμανν. (386)· στομίας παρὰ τῷ Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στόμις· ὁ ἀπειθής· μέγα στόμα ἔχων, καὶ τοὺς ἵππους δὲ στομίας λέγουσι τοὺς ἀπειθοῦντας τοῖς χαλινοῖς».