ἀμάρακον: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
(13_4)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0116.png Seite 116]] τό, und ἀμάρακος, ὁ, ein Zwiebelgewächs, Theophr.; Phereer. Ath. XV, 685 a. Man unterschied das griechische und ein ausländisches, das eigtl. [[σάμψυχον]] hieß, unser Majoran, Mel. 1, 41 (IV, 1); Philp. 1 (IV, 2); vgl. Nic. Th. 575.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0116.png Seite 116]] τό, und ἀμάρακος, ὁ, ein Zwiebelgewächs, Theophr.; Phereer. Ath. XV, 685 a. Man unterschied das griechische und ein ausländisches, das eigtl. [[σάμψυχον]] hieß, unser Majoran, Mel. 1, 41 (IV, 1); Philp. 1 (IV, 2); vgl. Nic. Th. 575.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμάρᾰκον''': [ᾰμᾰ], τό, καὶ ἀμάρᾰκος, ὁ, Λατ. amãracum, amaracus, πρῶτον παρὰ Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 2, [[ἔνθα]] τὸ γένος δὲν διακρίνεται· τὸ ἀρσ., Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β: ὁ Θεόφραστος ἔχει ἀμφοτέρους τοὺς τύπους· πρβλ. Ἱ. Φ. 6. 1, 1., 1. 9, 4: - ἀμάρατον, ἡμαρτ. γραφὴ ἀντὶ -ακον, Ἀνθ. Πλαν. 4. 188. - Τὸ παρ’ Ἕλλησι (Νικ. Θ. 575) πιθανῶς ἦτο βολβῶδες [[φυτόν]]: τὸ δὲ ξένον, καλούμενον Περσικὸν ἢ Αἰγυπτιακόν, ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν «μαντζουράναν», τὸ [[κυρίως]] [[σάμψυχον]], Διοσκ. 3. 47.
}}
}}

Revision as of 11:20, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμάρᾰκον Medium diacritics: ἀμάρακον Low diacritics: αμάρακον Capitals: ΑΜΑΡΑΚΟΝ
Transliteration A: amárakon Transliteration B: amarakon Transliteration C: amarakon Beta Code: a)ma/rakon

English (LSJ)

[ᾰμᾱ], τό, and ἀμάρᾰκος, ὁ,

   A marjoram, Origanum Majorana, Pherecr.131.3 (gender uncertain); masc. in Chaerem.14.16; Thphr. has both, HP6.1.1 (-ος), 1.9.4 (-ον), cf. Nic.Th.575, APl.4.188 (Nicias).    II = σάμψουχον, Dsc.3.39, Gal.11.823.

German (Pape)

[Seite 116] τό, und ἀμάρακος, ὁ, ein Zwiebelgewächs, Theophr.; Phereer. Ath. XV, 685 a. Man unterschied das griechische und ein ausländisches, das eigtl. σάμψυχον hieß, unser Majoran, Mel. 1, 41 (IV, 1); Philp. 1 (IV, 2); vgl. Nic. Th. 575.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάρᾰκον: [ᾰμᾰ], τό, καὶ ἀμάρᾰκος, ὁ, Λατ. amãracum, amaracus, πρῶτον παρὰ Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 2, ἔνθα τὸ γένος δὲν διακρίνεται· τὸ ἀρσ., Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β: ὁ Θεόφραστος ἔχει ἀμφοτέρους τοὺς τύπους· πρβλ. Ἱ. Φ. 6. 1, 1., 1. 9, 4: - ἀμάρατον, ἡμαρτ. γραφὴ ἀντὶ -ακον, Ἀνθ. Πλαν. 4. 188. - Τὸ παρ’ Ἕλλησι (Νικ. Θ. 575) πιθανῶς ἦτο βολβῶδες φυτόν: τὸ δὲ ξένον, καλούμενον Περσικὸν ἢ Αἰγυπτιακόν, ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν «μαντζουράναν», τὸ κυρίως σάμψυχον, Διοσκ. 3. 47.