ἀμάραντος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(c1)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0116.png Seite 116]] unverwelklich, N. T., daher eine nicht welkende Blume, Amarante.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0116.png Seite 116]] unverwelklich, N. T., daher eine nicht welkende Blume, Amarante.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμάραντος''': [ᾰμᾰ], ον, ([[μαραίνω]]) ὁ μὴ μαραινόμενος, μὴ φθειρόμενος, [[σοφία]] Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ϛ΄, 12): [[κληρονομία]] Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2942C, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκου 9, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀμ., ὁ, = [[ἄνθος]] [[οὐδέποτε]] μαραινόμενον, [[ἀμάραντος]], Διοσκ. 4. 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 5759Ε, 3, [[Πολυδ]]. 1. 229.
}}
}}

Revision as of 11:20, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμάραντος Medium diacritics: ἀμάραντος Low diacritics: αμάραντος Capitals: ΑΜΑΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: amárantos Transliteration B: amarantos Transliteration C: amarantos Beta Code: a)ma/rantos

English (LSJ)

[ᾰμᾰ], ον, (μαραίνω)

   A unfading, λειμών Luc.Dom.9: metaph., σοφία LXX Wi.6.12; κληρονομία 1 Ep.Pet.1.4, cf. CIG2942c (Tralles); πνεῦμα prob. in IPE2.286 (Panticapaeum): neut. pl. as Adv., Philostr.Im.1.9.    II Subst. ἀμάραντον, τό (but in Lat. amarantus), never-fading flower, IG14.607e (Carales), Poll.1.229; = ἑλίχρυσον, Dsc.4.57; = κενταύρειον μικρόν, Ps.-Dsc.3.7; = χρυσοκόμη. Id.4.55.

German (Pape)

[Seite 116] unverwelklich, N. T., daher eine nicht welkende Blume, Amarante.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάραντος: [ᾰμᾰ], ον, (μαραίνω) ὁ μὴ μαραινόμενος, μὴ φθειρόμενος, σοφία Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ϛ΄, 12): κληρονομία Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2942C, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκου 9, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀμ., ὁ, = ἄνθος οὐδέποτε μαραινόμενον, ἀμάραντος, Διοσκ. 4. 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 5759Ε, 3, Πολυδ. 1. 229.