φρύγετρον: Difference between revisions
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
(13_6a) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1311.png Seite 1311]] τό, ein Gefäß, Gerste darin zu rösten, Polyzel. bei Poll. 10, 109, vgl. 1, 246; wahrscheinlich nach Art unserer Kaffeetrommeln; weil sich ein solches in jeder Wirthschaft befand, befahl ein Gesetz des Solon τὰς νύμφας ἰούσας ἐπὶ τὸν γάμον [[φρύγετρον]] φέρειν [[σημεῖον]] αὐτουργίας, womit Plin. H. N. 18, 3 das röm. novae nuptae farreum praeferebant vergleicht, – Auch ein Holz, Geröstetes umzurühren, Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1311.png Seite 1311]] τό, ein Gefäß, Gerste darin zu rösten, Polyzel. bei Poll. 10, 109, vgl. 1, 246; wahrscheinlich nach Art unserer Kaffeetrommeln; weil sich ein solches in jeder Wirthschaft befand, befahl ein Gesetz des Solon τὰς νύμφας ἰούσας ἐπὶ τὸν γάμον [[φρύγετρον]] φέρειν [[σημεῖον]] αὐτουργίας, womit Plin. H. N. 18, 3 das röm. novae nuptae farreum praeferebant vergleicht, – Auch ein Holz, Geröstetes umzurühren, Hesych. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φρύγετρον''': [ῡ] τό, ([[φρύγω]]) [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ ἐφρύγετο ἡ [[κριθή]], πιθανῶς ὅμοιον πρὸς τὸ νῦν ἐν χρήσει (τουρκ.) «καβουρντιστῆρι» τοῦ καφέ, [[οὗπερ]] αἱ χύτραι κρέμανται καὶ τὸ [[φρύγετρον]] Πολύζηλος ἐν «Διονύσου γοναῖς» 1. ― Κατά τινα διάταξιν τοῦ Σόλωνος ἡ [[νύμφη]] ἔπρεπε νὰ φέρῃ [[φρύγετρον]] κατὰ τὴν γαμήλιον πομπὴν ὡς [[σύμβολον]] τῶν οἰκιακῶν καθηκόντων. «Σόλων δὲ τὰς νύμφας ἰούσας ἐπὶ τὸν γάμον ἐκέλευσε [[φρύγετρον]] φέρειν [[σημεῖον]] ἀλφιτουργίας» [[Πολυδ]]. Α΄, 246, Ϛ΄, 64· [[οὕτως]] ἐν Ῥώμῃ αἱ νύμφαι farreum praeferebant (πρβλ. confarreatio), Phn. 18. 3. ΙΙ. [[ξύλον]] δι’ οὗ ἀνεταράττετο ἡ φρυγομένη [[κριθή]], «[[φρύγετρον]]· [[ξυλήφιον]], ᾧ κινοῦσι τὰς πεφρυγμένας κριθάς» Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:21, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], τό, (φρύγω)
A a vessel for roasting barley, Polyzel. 6 (troch.(?)): carried by brides in procession, as a symbol of household duties, LexSolonisap.Poll.1.246. II stick to stir barley while roasting, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1311] τό, ein Gefäß, Gerste darin zu rösten, Polyzel. bei Poll. 10, 109, vgl. 1, 246; wahrscheinlich nach Art unserer Kaffeetrommeln; weil sich ein solches in jeder Wirthschaft befand, befahl ein Gesetz des Solon τὰς νύμφας ἰούσας ἐπὶ τὸν γάμον φρύγετρον φέρειν σημεῖον αὐτουργίας, womit Plin. H. N. 18, 3 das röm. novae nuptae farreum praeferebant vergleicht, – Auch ein Holz, Geröstetes umzurühren, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φρύγετρον: [ῡ] τό, (φρύγω) ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἐφρύγετο ἡ κριθή, πιθανῶς ὅμοιον πρὸς τὸ νῦν ἐν χρήσει (τουρκ.) «καβουρντιστῆρι» τοῦ καφέ, οὗπερ αἱ χύτραι κρέμανται καὶ τὸ φρύγετρον Πολύζηλος ἐν «Διονύσου γοναῖς» 1. ― Κατά τινα διάταξιν τοῦ Σόλωνος ἡ νύμφη ἔπρεπε νὰ φέρῃ φρύγετρον κατὰ τὴν γαμήλιον πομπὴν ὡς σύμβολον τῶν οἰκιακῶν καθηκόντων. «Σόλων δὲ τὰς νύμφας ἰούσας ἐπὶ τὸν γάμον ἐκέλευσε φρύγετρον φέρειν σημεῖον ἀλφιτουργίας» Πολυδ. Α΄, 246, Ϛ΄, 64· οὕτως ἐν Ῥώμῃ αἱ νύμφαι farreum praeferebant (πρβλ. confarreatio), Phn. 18. 3. ΙΙ. ξύλον δι’ οὗ ἀνεταράττετο ἡ φρυγομένη κριθή, «φρύγετρον· ξυλήφιον, ᾧ κινοῦσι τὰς πεφρυγμένας κριθάς» Ἡσύχ.