προσπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(13_2)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0778.png Seite 778]] att. -ττω, daran bilden, machen, νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, Her. 3, 111, u. einzeln bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0778.png Seite 778]] att. -ττω, daran bilden, machen, νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, Her. 3, 111, u. einzeln bei Sp.
}}
{{ls
|lstext='''προσπλάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -άσω, [[πλάττω]] ἢ [[σχηματίζω]] ἐπί τινος, νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, πεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ καὶ προσκεκολλημέναι εἰς ἀπόκρημνα ὄρη, Ἡρόδ. 3. 111· προσπλάττειν τινί τι Πλούτ. 2. 433Β· τῷ μύρμηκι λέοντος ἀλκὴν Εὐστ. Πονημ. 332. 32. ΙΙ. [[αὐξάνω]], τοὺς τόκους Πλούτ. 2. 831Α· - Παθ., ἐπὶ τοῦ σώματος, αὐξάνομαι διὰ συνεχοῦς αὐξήσεως, Γαλην.· πρ. [[πρός]] τινι, προστίθεμαι εἰς..., Καλλ. Ἐπιγράμμ. 54.
}}
}}

Revision as of 11:23, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπλάσσω Medium diacritics: προσπλάσσω Low diacritics: προσπλάσσω Capitals: ΠΡΟΣΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: prosplássō Transliteration B: prosplassō Transliteration C: prosplasso Beta Code: prospla/ssw

English (LSJ)

Att. προσπλάττω,

   A form or mould upon, in Pass., νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι ὄρεσι nests formed of clay and attached to precipitous mountains, Hdt.3.111; to be applied as a plaster, Hp.VM15; to be smeared upon, prob. in Aen.Tact.22.25; adhere to, Alex.Trall.7.7:—Act., τέφραν προσπλάττουσι τῷ βωμῷ Plu.2.433b: metaph., τοὺς τόκους ib.831a.    II increase, in Pass., of the body, increase by continued growth, Gal.4.541: metaph., to be added, ποτεπλάσθη, of Berenice as a fourth Χάρις, Call.Epigr.52.

German (Pape)

[Seite 778] att. -ττω, daran bilden, machen, νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, Her. 3, 111, u. einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσπλάσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -άσω, πλάττωσχηματίζω ἐπί τινος, νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, πεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ καὶ προσκεκολλημέναι εἰς ἀπόκρημνα ὄρη, Ἡρόδ. 3. 111· προσπλάττειν τινί τι Πλούτ. 2. 433Β· τῷ μύρμηκι λέοντος ἀλκὴν Εὐστ. Πονημ. 332. 32. ΙΙ. αὐξάνω, τοὺς τόκους Πλούτ. 2. 831Α· - Παθ., ἐπὶ τοῦ σώματος, αὐξάνομαι διὰ συνεχοῦς αὐξήσεως, Γαλην.· πρ. πρός τινι, προστίθεμαι εἰς..., Καλλ. Ἐπιγράμμ. 54.