ἔσθος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
(c1)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1042.png Seite 1042]] τό, = [[ἐσθής]], Kleidung, Il. 24, 94; Ar. Av. 934.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1042.png Seite 1042]] τό, = [[ἐσθής]], Kleidung, Il. 24, 94; Ar. Av. 934.
}}
{{ls
|lstext='''ἔσθος''': -εος, τό, σπάν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[ἔσθημα]], Ἰλ. Ω. 94, Ἀριστοφ. Ὄρν. 940· τὸ [[ἔσθος]] ([[μετὰ]] χασμωδίας, [[ἐπειδὴ]] τὸ [[πάλαι]] εἶχε [[δίγαμμα]] ἡ λέξ.) λεγόμενον ὑπὸ Λάκωνος ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 1096· πρβλ. τοῦς τύπους βέστον, γεστία ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. καὶ Ἡσύχ.
}}
}}

Revision as of 11:25, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔσθος Medium diacritics: ἔσθος Low diacritics: έσθος Capitals: ΕΣΘΟΣ
Transliteration A: ésthos Transliteration B: esthos Transliteration C: esthos Beta Code: e)/sqos

English (LSJ)

εος, τό, rare form for ἔσθημα, Il.24.94, Ar.Av.943(lyr.) ; τὸ ἔ. (with hiatus, i.e. ϝέσθος) in the mouth of a Laconian, Id.Lys. 1096 ; cf.

   A βέστον EM195.45, γεστία Hsch.

German (Pape)

[Seite 1042] τό, = ἐσθής, Kleidung, Il. 24, 94; Ar. Av. 934.

Greek (Liddell-Scott)

ἔσθος: -εος, τό, σπάν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἔσθημα, Ἰλ. Ω. 94, Ἀριστοφ. Ὄρν. 940· τὸ ἔσθος (μετὰ χασμωδίας, ἐπειδὴ τὸ πάλαι εἶχε δίγαμμα ἡ λέξ.) λεγόμενον ὑπὸ Λάκωνος ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 1096· πρβλ. τοῦς τύπους βέστον, γεστία ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. καὶ Ἡσύχ.