κατωφερής: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(13_1) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1407.png Seite 1407]] ές, = [[καταφερής]], oft als v. l. dafür; sicher erst bei Sp., wie Schol. Ar. Ran. 127; vgl. Lob. zu Phryn. 439. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1407.png Seite 1407]] ές, = [[καταφερής]], oft als v. l. dafür; sicher erst bei Sp., wie Schol. Ar. Ran. 127; vgl. Lob. zu Phryn. 439. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατωφερής''': -ές, = [[κάτω]] φερόμενος, πρὸς τὰ [[κάτω]] κεκλιμένος, κεφαλὴ Ξεν. Κυν. 5. 30 (διάφ. γραφ. [[καταφερής]])· ἀντίθ. τῷ [[ἀνωφερής]], Πολύβ. 3. 54, 5. ΙΙ. μεταφ., ἔχων διάθεσιν πρὸς τὸ κακόν, [[αἰσχρός]], [[ἀχρεῖος]], Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281F, Ἡσύχ.- Ἐπίρρ. -ρῶς, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 152. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:26, 5 August 2017
English (LSJ)
ές,
A = κάτω φερόμενος, hanging down, κεφαλή X.Cyn.5.30 (v.l. καταφερής); steep, κατάβασις Plb.3.54.5; κ. θέσις sloping posture, Sor.2.60; descending, χελώνη Orib.49.4.51; with a downward tendency, heavy, στοιχεῖα, opp. ἀνωφερής, Stoic.2.175, al., cf. Herm ap.Stob.1.49.68, Simp.in Ph.386.23; ὁρμή Eust.603.39. Adv. -ρῶς Vett. Val.153.4; gloss on κατωκάρα, Sch.Ar.Pax152. II metaph., prone to vice, lewd, v.l. for καταφερής in Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f, cf. Vett. Val.18.3, EM 451.2; κ. εἰς τὰ ἀφροδίσια Hsch. s.v. Σαλαβακχώ.
German (Pape)
[Seite 1407] ές, = καταφερής, oft als v. l. dafür; sicher erst bei Sp., wie Schol. Ar. Ran. 127; vgl. Lob. zu Phryn. 439.
Greek (Liddell-Scott)
κατωφερής: -ές, = κάτω φερόμενος, πρὸς τὰ κάτω κεκλιμένος, κεφαλὴ Ξεν. Κυν. 5. 30 (διάφ. γραφ. καταφερής)· ἀντίθ. τῷ ἀνωφερής, Πολύβ. 3. 54, 5. ΙΙ. μεταφ., ἔχων διάθεσιν πρὸς τὸ κακόν, αἰσχρός, ἀχρεῖος, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281F, Ἡσύχ.- Ἐπίρρ. -ρῶς, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 152.