σπερμολογικός: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(13_1)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] ή, όν, von der Art eines [[σπερμολόγος]], schmarotzerartig, possenhaft; καὶ [[περίεργος]], Plut. Symp. 4, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] ή, όν, von der Art eines [[σπερμολόγος]], schmarotzerartig, possenhaft; καὶ [[περίεργος]], Plut. Symp. 4, 1.
}}
{{ls
|lstext='''σπερμολογικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς σπερμολόγον (ΙΙ), [[ἀνόητος]], τὰ σπ. καὶ περίεργα Πλούτ. 2. 664Α.
}}
}}

Revision as of 11:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμολογικός Medium diacritics: σπερμολογικός Low diacritics: σπερμολογικός Capitals: ΣΠΕΡΜΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: spermologikós Transliteration B: spermologikos Transliteration C: spermologikos Beta Code: spermologiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like a σπερμολόγος 111, frivolous, περίεργα καὶ σ. Id.2.664a.

German (Pape)

[Seite 920] ή, όν, von der Art eines σπερμολόγος, schmarotzerartig, possenhaft; καὶ περίεργος, Plut. Symp. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμολογικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς σπερμολόγον (ΙΙ), ἀνόητος, τὰ σπ. καὶ περίεργα Πλούτ. 2. 664Α.