ὑποπίμπλημι: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(13_5) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1228.png Seite 1228]] (s. [[πίμπλημι]]), ein wenig füllen, nach u. nach füllen; πώγωνος [[ἤδη]] ὑποπιμπλάμενος Plat. Prot. i. A.; [[ὅταν]] γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῇ Phaedr. 253 e; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. D. Mar. 12, 2; – schwängern, und pass. schwanger werden, ὑποπλησθεῖσα Ael. H. A. 12, 21. – Aber τέκνων ὑποπλησθῆναι ist = Ueberfluß an Kindern bekommen, Her. 6, 138. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1228.png Seite 1228]] (s. [[πίμπλημι]]), ein wenig füllen, nach u. nach füllen; πώγωνος [[ἤδη]] ὑποπιμπλάμενος Plat. Prot. i. A.; [[ὅταν]] γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῇ Phaedr. 253 e; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. D. Mar. 12, 2; – schwängern, und pass. schwanger werden, ὑποπλησθεῖσα Ael. H. A. 12, 21. – Aber τέκνων ὑποπλησθῆναι ist = Ueberfluß an Kindern bekommen, Her. 6, 138. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑποπίμπλημι''': μέλλ. -πλήσω, πληρῶ, [[γεμίζω]] τι κατὰ μικρόν, Αἰλ. π. Ζῴων 1. 23· ἐλπίδος ἐνέπλησε τὸν στρατόν, «κρυφίως ἔπλησε» (Σχόλ. παρὰ Boiss. σ. 600), Φιλόστρ. 732. -Παθ., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, ἀρχόμενος ἤδη νὰ ἔχῃ πυκνὸν πώγωνα, Πλάτ. Πρωτ. ἐν τῇ ἀρχῇ· γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 253Β ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 2· - μεταγεν. [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., ὑπ. δάκρυσιν Ἀνθ. Παλατ. 5. 275. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τέκνων ὑποπλησθῆναι, νὰ γείνωσι μητέρες πολλῶν τέκνων, Ἡρόδ. 6. 138· ἀπολ., [[συλλαμβάνω]], ἐγγαστρώνομαι, ἡ [[παῖς]] τίκτει ὑποπλησθεῖσα ἔκ τινος ἀνδρὸς ἀφανοῦς Αἰλ. π. Ζῴων 12. 21· «ὑπωγκῶσθαι τὴν γαστέρα, ὑποπλησθῆναι, κυοφορεῖν» [[Πολυδ]]. Γ΄, 49. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:33, 5 August 2017
English (LSJ)
A fill, φωτὸς τὰς διαστάσεις Ael.NA1.23; ὑ. τινὰ ἐλπίδος Philostr.Her.19.4; τὰς ψυχὰς ἡδονῆς Lib.Or.11.17:—Pass., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος now beginning to have a beard, Pl. Prt.309a; γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῆναι Id.Phdr.253e; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων have my eyes filling with tears, Luc.DMar. 12.2: later also c. dat., ὑ. δάκρυσιν AP5.274 (Paul. Sil.). II Pass., of women, τέκνων ὑποπλησθῆναι become mothers of many children, Hdt.6.138: abs., become pregnant, Ael.NA12.21, Poll.3.49.
German (Pape)
[Seite 1228] (s. πίμπλημι), ein wenig füllen, nach u. nach füllen; πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος Plat. Prot. i. A.; ὅταν γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῇ Phaedr. 253 e; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. D. Mar. 12, 2; – schwängern, und pass. schwanger werden, ὑποπλησθεῖσα Ael. H. A. 12, 21. – Aber τέκνων ὑποπλησθῆναι ist = Ueberfluß an Kindern bekommen, Her. 6, 138.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπίμπλημι: μέλλ. -πλήσω, πληρῶ, γεμίζω τι κατὰ μικρόν, Αἰλ. π. Ζῴων 1. 23· ἐλπίδος ἐνέπλησε τὸν στρατόν, «κρυφίως ἔπλησε» (Σχόλ. παρὰ Boiss. σ. 600), Φιλόστρ. 732. -Παθ., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, ἀρχόμενος ἤδη νὰ ἔχῃ πυκνὸν πώγωνα, Πλάτ. Πρωτ. ἐν τῇ ἀρχῇ· γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 253Β ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 2· - μεταγεν. ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὑπ. δάκρυσιν Ἀνθ. Παλατ. 5. 275. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τέκνων ὑποπλησθῆναι, νὰ γείνωσι μητέρες πολλῶν τέκνων, Ἡρόδ. 6. 138· ἀπολ., συλλαμβάνω, ἐγγαστρώνομαι, ἡ παῖς τίκτει ὑποπλησθεῖσα ἔκ τινος ἀνδρὸς ἀφανοῦς Αἰλ. π. Ζῴων 12. 21· «ὑπωγκῶσθαι τὴν γαστέρα, ὑποπλησθῆναι, κυοφορεῖν» Πολυδ. Γ΄, 49.