κυρηβάζω: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(13_5) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1536.png Seite 1536]] wie die Böcke mit den Hörnern stoßen u. kämpfen; ἢν δ' ὑπεκκλίνῃ γε [[δευρί]], τὸ [[σκέλος]] κυρηβάσει Ar. Equ. 272, er wird sich an meinen Beinen den Kopf stoßen; VLL., wo es auch κυριβάζειν geschrieben wird, erkl. einfach μαχήσεται, aber auch λοιδορεῖσθαι, also = mit Worten streiten, schimpfen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1536.png Seite 1536]] wie die Böcke mit den Hörnern stoßen u. kämpfen; ἢν δ' ὑπεκκλίνῃ γε [[δευρί]], τὸ [[σκέλος]] κυρηβάσει Ar. Equ. 272, er wird sich an meinen Beinen den Kopf stoßen; VLL., wo es auch κυριβάζειν geschrieben wird, erkl. einfach μαχήσεται, aber auch λοιδορεῖσθαι, also = mit Worten streiten, schimpfen. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κῠρηβάζω''': μέλλ. -άσω, [[μάχομαι]], πλήττω, κτυπῶ διὰ τῶν κεράτων, ὡς διαμάχονται τύπτοντες ἀλλήλους ταῖς κεφαλαῖς οἱ τράγοι καὶ οἱ κριοί, Σχολ. Ἀριστοφ. εἰς Ἱππ. 272˙ μεταφ., τὸ [[σκέλος]] κηρηβάσει, θά μου κερατίσῃ τὸ [[σκέλος]], ἢ τὸ [[σκέλος]] μου θὰ τὸν λακτίσῃ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ μέσ. ἀόρ. κυρηβάσασθαι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κρατίν. (ἐν Ἀδήλ. 69). ΙΙ. μεταφ., [[ὡσαύτως]] ἀντὶ τοῦ [[λοιδορέω]], Φώτ., πρβλ. [[κυρίσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:33, 5 August 2017
English (LSJ)
fut. -άσω Ar.Eq.272:—prop.
A butt with the horns, like goats or rams, Sch.Ar. l.c.: metaph., τὸ σκέλος κυρηβάσει he shall butt against my leg, Ar. l.c.: aor. Med. κυρηβάσασθαι Cratin. 462. II metaph. in Med., = λοιδοροῦμαι, Hsch. (κυριβ- cod.), Phot.
German (Pape)
[Seite 1536] wie die Böcke mit den Hörnern stoßen u. kämpfen; ἢν δ' ὑπεκκλίνῃ γε δευρί, τὸ σκέλος κυρηβάσει Ar. Equ. 272, er wird sich an meinen Beinen den Kopf stoßen; VLL., wo es auch κυριβάζειν geschrieben wird, erkl. einfach μαχήσεται, aber auch λοιδορεῖσθαι, also = mit Worten streiten, schimpfen.
Greek (Liddell-Scott)
κῠρηβάζω: μέλλ. -άσω, μάχομαι, πλήττω, κτυπῶ διὰ τῶν κεράτων, ὡς διαμάχονται τύπτοντες ἀλλήλους ταῖς κεφαλαῖς οἱ τράγοι καὶ οἱ κριοί, Σχολ. Ἀριστοφ. εἰς Ἱππ. 272˙ μεταφ., τὸ σκέλος κηρηβάσει, θά μου κερατίσῃ τὸ σκέλος, ἢ τὸ σκέλος μου θὰ τὸν λακτίσῃ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ μέσ. ἀόρ. κυρηβάσασθαι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κρατίν. (ἐν Ἀδήλ. 69). ΙΙ. μεταφ., ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ λοιδορέω, Φώτ., πρβλ. κυρίσσω.