ἐπεισβάλλω: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
(13_2) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0911.png Seite 911]] (s. [[βάλλω]]), – 1) noch dazu hineinwerfen, legen, σκύφον ποτῷ Eur. El. 499. – 2) einen Einfall machen; Thuc. 3, 15; τῇ ἀγέλῃ Palaeph. 1, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0911.png Seite 911]] (s. [[βάλλω]]), – 1) noch dazu hineinwerfen, legen, σκύφον ποτῷ Eur. El. 499. – 2) einen Einfall machen; Thuc. 3, 15; τῇ ἀγέλῃ Palaeph. 1, 5. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπεισβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ, βάλλω ἢ [[χύνω]] ἐντὸς ἄλλου, προσθέτω, ἀλλ’ ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ’ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ, ἀλλ’ [[εἶναι]] εὐχάριστον νὰ προσθέσῃ τις [[ποτήριον]] ἐκ τούτου (δηλ. τοῦ ἐκλεκτοῦ ποτοῦ) εἰς ἀσθενέστερον ποτόν, Εὐρ. Ἠλ. 498. ΙΙ. ἀμεταβ., [[εἰσβάλλω]] ἐκ νέου, Θουκ. 3. 13. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:33, 5 August 2017
English (LSJ)
A throw into besides, ποτῷ E.El.498. II intr., invade again, Th.3.13; of a double attack of fever, Gal.7.352; simply, attack, τῇ ἀγέλῃ Palaeph.1.
German (Pape)
[Seite 911] (s. βάλλω), – 1) noch dazu hineinwerfen, legen, σκύφον ποτῷ Eur. El. 499. – 2) einen Einfall machen; Thuc. 3, 15; τῇ ἀγέλῃ Palaeph. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ, βάλλω ἢ χύνω ἐντὸς ἄλλου, προσθέτω, ἀλλ’ ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ’ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ, ἀλλ’ εἶναι εὐχάριστον νὰ προσθέσῃ τις ποτήριον ἐκ τούτου (δηλ. τοῦ ἐκλεκτοῦ ποτοῦ) εἰς ἀσθενέστερον ποτόν, Εὐρ. Ἠλ. 498. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσβάλλω ἐκ νέου, Θουκ. 3. 13.