ἐπιχρονίζω: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(13_2) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1005.png Seite 1005]] lange Zeit dabei zubringen, dauern, Theophr. u. a. Sp. – Med. ἐπιχρονιζόμενος, im Ggstz von ἀρχόμενος, Arist. probl. 26, 19. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1005.png Seite 1005]] lange Zeit dabei zubringen, dauern, Theophr. u. a. Sp. – Med. ἐπιχρονιζόμενος, im Ggstz von ἀρχόμενος, Arist. probl. 26, 19. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιχρονίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, διαρκῶ ἐπὶ πολύ, [[ὅταν]] (τὸ θερμὸν) ἐπιχρνίσῃ Ἀριστ. Πρβλ. 24. 2· ἐπικεχρονικὸς [[οἴδημα]], παλαιόν, ἐκ πολλοῦ, χρόνιον, Γαλην.: - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Παθ., ἐπιχρονιζόμενος δὲ (ὁ [[νότος]]) ψυχθεὶς συνίσταται [[μᾶλλον]] εἰς [[ὕδωρ]] Ἀριστ. Πρβλ. 26. 19. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:34, 5 August 2017
English (LSJ)
A last long, Thphr.Ign.61 ; ὅταν [τὸ θερμὸν] -χρονίσῃ Arist.Pr.936a20 ; ἐπικεχρονικός inveterate, chronic, Gal.11.103:— Pass., ἀὴρ -όμενος ψυχθείς when cooled in course of time, Arist.Pr. 942a33.
German (Pape)
[Seite 1005] lange Zeit dabei zubringen, dauern, Theophr. u. a. Sp. – Med. ἐπιχρονιζόμενος, im Ggstz von ἀρχόμενος, Arist. probl. 26, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρονίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, διαρκῶ ἐπὶ πολύ, ὅταν (τὸ θερμὸν) ἐπιχρνίσῃ Ἀριστ. Πρβλ. 24. 2· ἐπικεχρονικὸς οἴδημα, παλαιόν, ἐκ πολλοῦ, χρόνιον, Γαλην.: - ὡσαύτως ἐν τῷ Παθ., ἐπιχρονιζόμενος δὲ (ὁ νότος) ψυχθεὶς συνίσταται μᾶλλον εἰς ὕδωρ Ἀριστ. Πρβλ. 26. 19.