ἄνηστις: Difference between revisions
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
(c1) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0230.png Seite 230]] εως, = [[νῆστις]], nüchtern, Cratin. in B. A. 402. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0230.png Seite 230]] εως, = [[νῆστις]], nüchtern, Cratin. in B. A. 402. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄνηστις''': ὁ, ἡ, = [[νῆστις]], «ὅτι τὸ [[ἄνηστις]] ὁ [[νῆστις]] πλεονασμῷ τοῦ α, ὡς [[στάχυς]] ἄσταχυς παρὰ Κρατίνῳ κεῖται, ‘οὐ γάρ τοι [[σύγε]] πρῶτος [[[ἄκλητος]]] φοιτᾷς ἐπὶ [[δεῖπνον]] [[ἄνηστις]]’» Ἀθήν. 2. 47Α (Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ»): πρβλ. [[νώνυμος]] [[ἀνώνυμος]], [[νήνεμος]] [[ἀνήνεμος]], [[νήριθμος]] [[ἀνήριθμος]]· ἴδε Α. Β. 402. 32 καὶ Σουΐδ. [[ὅστις]] ἀναφέρει καὶ τὴν ἀντίθετον σημασίαν: «ὁ μὴ γεγευμένος», ἀλλ’ ἀμάρτυρον. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A = νῆστις, A.Fr.258A, Cratin.45.
German (Pape)
[Seite 230] εως, = νῆστις, nüchtern, Cratin. in B. A. 402.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνηστις: ὁ, ἡ, = νῆστις, «ὅτι τὸ ἄνηστις ὁ νῆστις πλεονασμῷ τοῦ α, ὡς στάχυς ἄσταχυς παρὰ Κρατίνῳ κεῖται, ‘οὐ γάρ τοι σύγε πρῶτος [[[ἄκλητος]]] φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις’» Ἀθήν. 2. 47Α (Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ»): πρβλ. νώνυμος ἀνώνυμος, νήνεμος ἀνήνεμος, νήριθμος ἀνήριθμος· ἴδε Α. Β. 402. 32 καὶ Σουΐδ. ὅστις ἀναφέρει καὶ τὴν ἀντίθετον σημασίαν: «ὁ μὴ γεγευμένος», ἀλλ’ ἀμάρτυρον.