ἀνεπινόητος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(c2)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] 1) unfähig, etwas zu begreifen, τινός, Diod. Sic. 2, 59. – 2) unbedacht, unbemerkt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] 1) unfähig, etwas zu begreifen, τινός, Diod. Sic. 2, 59. – 2) unbedacht, unbemerkt, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνεπινόητος''': -ον, [[ἀκατανόητος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἄγνωστος]], καὶ κατὰ Συνέσ. «ὃν [[ἐπίνοια]] ἀνθρώπου χωρῆσαι οὐ δύναται», Διόδ. 2. 59, Σέξτ. Ἐμπ. π. Πυρρ. Ὑποτ. 2. 104. 2) [[ἀνίκανος]] νὰ ἐπινοήσῃ ἢ ν’ ἀντιληφθῇ, «τὰ κατὰ βίον ἀνεπινόητον» Γ. Παχυμ. Μ. Παλ. 5, σ. 236Β.
}}
}}

Revision as of 11:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπινόητος Medium diacritics: ἀνεπινόητος Low diacritics: ανεπινόητος Capitals: ΑΝΕΠΙΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: anepinóētos Transliteration B: anepinoētos Transliteration C: anepinoitos Beta Code: a)nepino/htos

English (LSJ)

ον,

   A unintelligible, σημεῖα τοῖς ἄλλοις ἀ. D.S.19.94; inconceivable, unthinkable, S.E.P. 2.104, Dam.Pr.22. Adv. -τως inconceivably, Procl. in Prm.p.864S., Id.in Ti.1.3D.    2 Act., having no experience of, τινός D.S.2.59.    3 = sine adinventione, Just.Nov.59.7.

German (Pape)

[Seite 225] 1) unfähig, etwas zu begreifen, τινός, Diod. Sic. 2, 59. – 2) unbedacht, unbemerkt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπινόητος: -ον, ἀκατανόητος, ἀκατάληπτος, ἄγνωστος, καὶ κατὰ Συνέσ. «ὃν ἐπίνοια ἀνθρώπου χωρῆσαι οὐ δύναται», Διόδ. 2. 59, Σέξτ. Ἐμπ. π. Πυρρ. Ὑποτ. 2. 104. 2) ἀνίκανος νὰ ἐπινοήσῃ ἢ ν’ ἀντιληφθῇ, «τὰ κατὰ βίον ἀνεπινόητον» Γ. Παχυμ. Μ. Παλ. 5, σ. 236Β.