ἔνθερμος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(b) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0842.png Seite 842]] erwärmt, warm, Hippocr. u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0842.png Seite 842]] erwärmt, warm, Hippocr. u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔνθερμος''': -ον, [[θερμός]], [[ζεστός]], Ἱππ. 1180Ε, Πλούτ. 2. 951Ε. 2) μεταφ., [[πλήρης]] θερμότητος, [[θερμουργός]], [[διάνοια]] Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 9, πρβλ. 3, 14: - Ἐπίρρ. ἐνθέρμως, Εὐστ. Πονημ. 4. 28, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. σ. 101D. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:37, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hot, φύσις Hp.Epid.6.4.13; αἷμα Arist.Pr.898a6; πνεῦμα Zeno Stoic.1.38, Antip.ib.3.251; Αιβύη Plu.2.951f. 2 metaph., passionate, μειράκιον prob. in Com.Adesp.24.10D.; hot, fervid, διάνοια Arist.Phgn.806b26, cf. Ph.1.605, al.
German (Pape)
[Seite 842] erwärmt, warm, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθερμος: -ον, θερμός, ζεστός, Ἱππ. 1180Ε, Πλούτ. 2. 951Ε. 2) μεταφ., πλήρης θερμότητος, θερμουργός, διάνοια Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 9, πρβλ. 3, 14: - Ἐπίρρ. ἐνθέρμως, Εὐστ. Πονημ. 4. 28, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. σ. 101D.