ἀγχίστροφος: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(4000)
 
(6_18)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)gxi/strofos
|Beta Code=a)gxi/strofos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">turning closely, quick-swooping</b>, ἰκτῖνος <span class="bibl">Thgn. 1261</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">quick-changing, changeable</b>, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι <span class="bibl">Hdt.7.13</span>; <b class="b3">ἀ. μεταβολή</b> <b class="b2">sudden</b> change, <span class="bibl">Th.2.53</span>; ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀ. <span class="bibl">D.H.4.23</span>:—Rhet., <b class="b3">τὸ ἀ</b>. <b class="b2">rapidity of transition</b>, Longin. 27.3; <b class="b3">ἁρμονία ἀ. περὶ τὰς πτώσεις</b> a style <b class="b2">flexible</b> in the use of the cases, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>22</span>. Adv. -φως Longin.22.1.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">turning closely, quick-swooping</b>, ἰκτῖνος <span class="bibl">Thgn. 1261</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">quick-changing, changeable</b>, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι <span class="bibl">Hdt.7.13</span>; <b class="b3">ἀ. μεταβολή</b> <b class="b2">sudden</b> change, <span class="bibl">Th.2.53</span>; ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀ. <span class="bibl">D.H.4.23</span>:—Rhet., <b class="b3">τὸ ἀ</b>. <b class="b2">rapidity of transition</b>, Longin. 27.3; <b class="b3">ἁρμονία ἀ. περὶ τὰς πτώσεις</b> a style <b class="b2">flexible</b> in the use of the cases, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>22</span>. Adv. -φως Longin.22.1.</span>
}}
{{ls
|lstext='''ἀγχίστροφος''': -ον, ὁ στρεφόμενος πλησίον, [[ταχέως]], ταχεῖα στροφὴ τροχοῦ, [[ἰκτῖνος]], Θέογν. 1261. 2) ὁ [[ταχέως]] μεταβαλλόμενος, [[εὐμετάβολος]], ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι, [[μεταβάλλω]] [[αἴφνης]] τὰς σκέψεις μου, Ἡρόδ. 7. 13· ἀγχ. [[μεταβολή]], [[αἰφνίδιος]] [[μεταβολή]], Θουκ. 2. 53: ― [[συχν]]. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὁ εἰσάγων λέξεις ἢ σκέψεις αἰφνιδίως· τὸ ἀγχ., ταχύτης μεταβάσεως, Toup. Λογγῖν. 27, Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ συνθ. σ. 300: ― Ἐπίρρ., -φως, Λογγῖν. 22. 1.
}}
}}

Revision as of 11:39, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχίστροφος Medium diacritics: ἀγχίστροφος Low diacritics: αγχίστροφος Capitals: ΑΓΧΙΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: anchístrophos Transliteration B: anchistrophos Transliteration C: agchistrofos Beta Code: a)gxi/strofos

English (LSJ)

ον,

   A turning closely, quick-swooping, ἰκτῖνος Thgn. 1261.    2 quick-changing, changeable, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Hdt.7.13; ἀ. μεταβολή sudden change, Th.2.53; ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀ. D.H.4.23:—Rhet., τὸ ἀ. rapidity of transition, Longin. 27.3; ἁρμονία ἀ. περὶ τὰς πτώσεις a style flexible in the use of the cases, D.H.Comp.22. Adv. -φως Longin.22.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχίστροφος: -ον, ὁ στρεφόμενος πλησίον, ταχέως, ταχεῖα στροφὴ τροχοῦ, ἰκτῖνος, Θέογν. 1261. 2) ὁ ταχέως μεταβαλλόμενος, εὐμετάβολος, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι, μεταβάλλω αἴφνης τὰς σκέψεις μου, Ἡρόδ. 7. 13· ἀγχ. μεταβολή, αἰφνίδιος μεταβολή, Θουκ. 2. 53: ― συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὁ εἰσάγων λέξεις ἢ σκέψεις αἰφνιδίως· τὸ ἀγχ., ταχύτης μεταβάσεως, Toup. Λογγῖν. 27, Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ συνθ. σ. 300: ― Ἐπίρρ., -φως, Λογγῖν. 22. 1.