καταπέλτης: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
(13_5)
 
(6_19)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1368.png Seite 1368]] ὁ ([[πάλλω]]?), die Katapulte, eine Wurfmaschine, die, mit Sehnen bespannt, Pfeile u. dgl. schleudert; ὁ τὸν καταπέλτην βουλόμενος ἀφεῖναι Arist. Eth. 3, 1; Pol. 1, 53, 11 u. öfter, wie Sp., vgl. Vitruv. 10, 15. 18; οὔδ' εἰ καταπέλτην ὑπομένοιεν S. Emp. adv. gr. 145. – Auch ein Marterwerkzeug, D. Sic. 20, 71 Charit. 3, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1368.png Seite 1368]] ὁ ([[πάλλω]]?), die Katapulte, eine Wurfmaschine, die, mit Sehnen bespannt, Pfeile u. dgl. schleudert; ὁ τὸν καταπέλτην βουλόμενος ἀφεῖναι Arist. Eth. 3, 1; Pol. 1, 53, 11 u. öfter, wie Sp., vgl. Vitruv. 10, 15. 18; οὔδ' εἰ καταπέλτην ὑπομένοιεν S. Emp. adv. gr. 145. – Auch ein Marterwerkzeug, D. Sic. 20, 71 Charit. 3, 4.
}}
{{ls
|lstext='''καταπέλτης''': -ου, (ἐκ τοῦ καταπάλλω, διὸ καὶ φέρεται ἡ γραφή: [[καταπάλτης]] ἐν Ἐπιγραφῖς, Συλλογ. Ἐπιγραφ. 2360, 36, Ussing Ἀττ. Ἐπιγράμ. 57, 14)·- πολεμικὴ μηχανὴ δι’ ἧς ἔπαλλον, ἐξηκόντιζον βέλη, Λατ. catapulta, κατὰ πρῶτον ἀναφερόμενος ὑπὸ ποιητῶν τῆς [[μέσης]] Κωμῳδίας, [[ὁπότε]] ἡ Μακεδονικὴ [[δύναμις]] ἤρξατο γινομένη [[ἐπίφοβος]], Μνησίμ. ἐν «Φιλίππ.» 1, Τιμοκλ. «ἐν Ἡρ.» κ. ἀφιέναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17· πρβλ. Ἀκουστ. 9, Peirzon. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6, 16, Wess. 14, 42· καταπέλτας καὶ πετροβολικὰ ὄργανα Πολύβ. 1. 53, 11· καταπέλται τριπήχεις 5. 88, 7· καὶ πετροβόλους καταπέλτας Διόδ. 17. 45· καταπέλται ὀξυβελεῖς Ἀππ. Ἱσπ. 92· μεταφορ., οἱ λόγοι τοῦ Δημοσθένους, [[ὥσπερ]] καταπέλται καὶ κριοὶ διέσειον καὶ κατήραττον τὰ βουλεύματα τοῦ Φιλίππου Λουκ. (;) 1, 915· [[ὅταν]] πολιορκῇ Ἀθήνας μυρίαις πανοπλίαις καὶ τοῖς ἴσοις καταπέλταις καὶ πᾶσι τοῖς ἄλλοις βέλεσιν εἰς τὸν πόλεμον ἱκανοῖς Ἀθήν. 12. (538, Β)· κατ. Μακεδονικοὶ [[Πολυδ]]. Α', 139· ἐν Ἐπιγρ. εὕρηται καί. κ. λιθοβόλοι, ὀξυβόλοι, εἰς τοὺς καταπέλτας νευρὰς ἐπέδωκεν Dittenb. 2) τὸ [[βέλος]] ἢ [[βλῆμα]] [[καθόλου]] τοῦ καταπέλτου, Ἡσύχ. ΙΙ. βασανιστήριόν τι [[ὄργανον]], ὡς [[ὅπλον]], χαλκοῦν, ἐν ᾧ ἐξαρθροῦσι τὰ [[μέλη]] οι δήμιοι, ἣν οὐδὲν ἔκαμψεν, οὐδὲν ἐμαλάκισεν οὐκ ἀρθρέμβολον προτεινόμενον, οὐ τροχοὶ προβαλλόμενοι οὐ καταπέλται Γρηγορ. Ἐγκώμ. εἰς Μακκ., Διόδ. 20, 71, Χαρίτων 3, 4, Ἑβδ. (Δ' Μακκ. Η', 12).
}}
}}

Revision as of 11:41, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1368] ὁ (πάλλω?), die Katapulte, eine Wurfmaschine, die, mit Sehnen bespannt, Pfeile u. dgl. schleudert; ὁ τὸν καταπέλτην βουλόμενος ἀφεῖναι Arist. Eth. 3, 1; Pol. 1, 53, 11 u. öfter, wie Sp., vgl. Vitruv. 10, 15. 18; οὔδ' εἰ καταπέλτην ὑπομένοιεν S. Emp. adv. gr. 145. – Auch ein Marterwerkzeug, D. Sic. 20, 71 Charit. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

καταπέλτης: -ου, (ἐκ τοῦ καταπάλλω, διὸ καὶ φέρεται ἡ γραφή: καταπάλτης ἐν Ἐπιγραφῖς, Συλλογ. Ἐπιγραφ. 2360, 36, Ussing Ἀττ. Ἐπιγράμ. 57, 14)·- πολεμικὴ μηχανὴ δι’ ἧς ἔπαλλον, ἐξηκόντιζον βέλη, Λατ. catapulta, κατὰ πρῶτον ἀναφερόμενος ὑπὸ ποιητῶν τῆς μέσης Κωμῳδίας, ὁπότε ἡ Μακεδονικὴ δύναμις ἤρξατο γινομένη ἐπίφοβος, Μνησίμ. ἐν «Φιλίππ.» 1, Τιμοκλ. «ἐν Ἡρ.» κ. ἀφιέναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17· πρβλ. Ἀκουστ. 9, Peirzon. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6, 16, Wess. 14, 42· καταπέλτας καὶ πετροβολικὰ ὄργανα Πολύβ. 1. 53, 11· καταπέλται τριπήχεις 5. 88, 7· καὶ πετροβόλους καταπέλτας Διόδ. 17. 45· καταπέλται ὀξυβελεῖς Ἀππ. Ἱσπ. 92· μεταφορ., οἱ λόγοι τοῦ Δημοσθένους, ὥσπερ καταπέλται καὶ κριοὶ διέσειον καὶ κατήραττον τὰ βουλεύματα τοῦ Φιλίππου Λουκ. (;) 1, 915· ὅταν πολιορκῇ Ἀθήνας μυρίαις πανοπλίαις καὶ τοῖς ἴσοις καταπέλταις καὶ πᾶσι τοῖς ἄλλοις βέλεσιν εἰς τὸν πόλεμον ἱκανοῖς Ἀθήν. 12. (538, Β)· κατ. Μακεδονικοὶ Πολυδ. Α', 139· ἐν Ἐπιγρ. εὕρηται καί. κ. λιθοβόλοι, ὀξυβόλοι, εἰς τοὺς καταπέλτας νευρὰς ἐπέδωκεν Dittenb. 2) τὸ βέλοςβλῆμα καθόλου τοῦ καταπέλτου, Ἡσύχ. ΙΙ. βασανιστήριόν τι ὄργανον, ὡς ὅπλον, χαλκοῦν, ἐν ᾧ ἐξαρθροῦσι τὰ μέλη οι δήμιοι, ἣν οὐδὲν ἔκαμψεν, οὐδὲν ἐμαλάκισεν οὐκ ἀρθρέμβολον προτεινόμενον, οὐ τροχοὶ προβαλλόμενοι οὐ καταπέλται Γρηγορ. Ἐγκώμ. εἰς Μακκ., Διόδ. 20, 71, Χαρίτων 3, 4, Ἑβδ. (Δ' Μακκ. Η', 12).