περιπροχέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(10)
 
(6_20)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=periproxe/omai
|Beta Code=periproxe/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be poured all round</b>, used by Hom. in aor. part., <b class="b3">ἔρος . . θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε</b> love <b class="b2">rushing in a flood over</b> my heart overcame it, <span class="bibl">Il. 14.316</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be poured all round</b>, used by Hom. in aor. part., <b class="b3">ἔρος . . θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε</b> love <b class="b2">rushing in a flood over</b> my heart overcame it, <span class="bibl">Il. 14.316</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''περιπροχέομαι''': Παθ., περιχύνομαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ μετοχ. ἀορ., οὐ γάρ πώ ποτέ μ’ ὧδε θεᾶς [[ἔρος]]... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε, [[διότι]] [[οὐδέποτε]] [[οὕτως]] [[ἔρως]] θεᾶς περιχυθεὶς ἐδάμασε τὴν ψυχήν μου ἐν τῷ στήθει, Ἰλ. Ξ. 316.
}}
}}

Revision as of 11:41, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπροχέομαι Medium diacritics: περιπροχέομαι Low diacritics: περιπροχέομαι Capitals: ΠΕΡΙΠΡΟΧΕΟΜΑΙ
Transliteration A: periprochéomai Transliteration B: periprocheomai Transliteration C: periprocheomai Beta Code: periproxe/omai

English (LSJ)

   A to be poured all round, used by Hom. in aor. part., ἔρος . . θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε love rushing in a flood over my heart overcame it, Il. 14.316.

Greek (Liddell-Scott)

περιπροχέομαι: Παθ., περιχύνομαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ μετοχ. ἀορ., οὐ γάρ πώ ποτέ μ’ ὧδε θεᾶς ἔρος... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε, διότι οὐδέποτε οὕτως ἔρως θεᾶς περιχυθεὶς ἐδάμασε τὴν ψυχήν μου ἐν τῷ στήθει, Ἰλ. Ξ. 316.