θύσθλα: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(13_5) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1228.png Seite 1228]] τά (θύω), die heiligen Geräthe zum Bacchusdienst, Thyrsusstäbe, Fackeln u. dgl.; αἱ (die Bacchantinnen) δ' ἅμα πᾶσαι [[θύσθλα]] χαμαὶ κατέχευαν Il. 6, 133, Schol. u. Suid. κράδαι βακχικαὶ [[ἤτοι]] συκῆς φύλλα; den sing. braucht Plut. animi an corp. aff peior. 4 für Bacchusfeier; vgl. Opp. Cyn. 1, 26. – Uebh. Opfer, Orph. Arg. 907 Lycophr. 459. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1228.png Seite 1228]] τά (θύω), die heiligen Geräthe zum Bacchusdienst, Thyrsusstäbe, Fackeln u. dgl.; αἱ (die Bacchantinnen) δ' ἅμα πᾶσαι [[θύσθλα]] χαμαὶ κατέχευαν Il. 6, 133, Schol. u. Suid. κράδαι βακχικαὶ [[ἤτοι]] συκῆς φύλλα; den sing. braucht Plut. animi an corp. aff peior. 4 für Bacchusfeier; vgl. Opp. Cyn. 1, 26. – Uebh. Opfer, Orph. Arg. 907 Lycophr. 459. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θύσθλα''': -ων, τά, (θύω) τὰ κατὰ τὰς Βακχικὰς τελετὰς χρησιμεύοντα πράγματα, ὡς π.χ. οἱ θύρσοι, οἱ πυρσοί, κτλ., τὰ ὁποῖα ἔφερον αἱ μαινομένοιο Διωνύσοιο τιθῆναι Ἰλ. Ζ. 134. ΙΙ. αὐτὴ ἡ Βακχικὴ [[τελετή]], Ὀππ. Κυν. 1. 26· ― [[ὡσαύτως]] καθ’ ἑνικ., Πλούτ. 2. 501Ε. ΙΙΙ. [[καθόλου]], πᾶσα [[θυσία]], θ. καταίθειν Λυκόφρ. 459, πρβλ. 720, 929, Ὀρφ. Ἀργ. 907, κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 5 August 2017
English (LSJ)
ων, τά, (θύω)
A sacred implements of Bacchic orgies, Il.6.134; θύσθλοις παιομένους Jul.Or.7.209d. II the Bacchic festival itself, Opp.C.1.26: also in sg., Plu.2.501f. III generally, sacrifice, θ. καταίθειν Lyc.459, cf. 720,929, Orph.A.904, etc.
German (Pape)
[Seite 1228] τά (θύω), die heiligen Geräthe zum Bacchusdienst, Thyrsusstäbe, Fackeln u. dgl.; αἱ (die Bacchantinnen) δ' ἅμα πᾶσαι θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν Il. 6, 133, Schol. u. Suid. κράδαι βακχικαὶ ἤτοι συκῆς φύλλα; den sing. braucht Plut. animi an corp. aff peior. 4 für Bacchusfeier; vgl. Opp. Cyn. 1, 26. – Uebh. Opfer, Orph. Arg. 907 Lycophr. 459.
Greek (Liddell-Scott)
θύσθλα: -ων, τά, (θύω) τὰ κατὰ τὰς Βακχικὰς τελετὰς χρησιμεύοντα πράγματα, ὡς π.χ. οἱ θύρσοι, οἱ πυρσοί, κτλ., τὰ ὁποῖα ἔφερον αἱ μαινομένοιο Διωνύσοιο τιθῆναι Ἰλ. Ζ. 134. ΙΙ. αὐτὴ ἡ Βακχικὴ τελετή, Ὀππ. Κυν. 1. 26· ― ὡσαύτως καθ’ ἑνικ., Πλούτ. 2. 501Ε. ΙΙΙ. καθόλου, πᾶσα θυσία, θ. καταίθειν Λυκόφρ. 459, πρβλ. 720, 929, Ὀρφ. Ἀργ. 907, κτλ.