ἀβαρής: Difference between revisions
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀβᾰρής''': ές (βάρος) = [[ἄνευ]] βάρους, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 8, 16. Πλουτ. κτλ. σφυγμὸς ἀβ., ἐλαφρὸς [[σφυγμός]], Γαλην. ΙΙ. οὐχὶ ἐνοχλητικός, ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀβαρῆ ἑαυτὸν τηρεῖν πρὸς Κορ. Βϳ, ιβϳ, 9. ἀβ. ἑαυτὸν παρέχειν Συλλ. Ἐπιγρ. 5361:15. ― ἐπιρρ. -ρῶς = ἐλαφρῶς, [[ἄνευ]] προσβολῆς, ἀνεπαχθῶς. Σιμπλίκ. | |lstext='''ἀβᾰρής''': ές (βάρος) = [[ἄνευ]] βάρους, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 8, 16. Πλουτ. κτλ. σφυγμὸς ἀβ., ἐλαφρὸς [[σφυγμός]], Γαλην. ΙΙ. οὐχὶ ἐνοχλητικός, ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀβαρῆ ἑαυτὸν τηρεῖν πρὸς Κορ. Βϳ, ιβϳ, 9. ἀβ. ἑαυτὸν παρέχειν Συλλ. Ἐπιγρ. 5361:15. ― ἐπιρρ. -ρῶς = ἐλαφρῶς, [[ἄνευ]] προσβολῆς, ἀνεπαχθῶς. Σιμπλίκ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> non pesant, léger <i>litt.</i> sans poids;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> non désagréable, agréable ; qui ne pèse pas (financièrement).<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βάρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (βάρος)
A without weight, Arist.Cael.277b19; ἀβαρῆ εἶναι ἀέρα καὶ πῦρ Zeno Stoic.1.27, cf. Chrysipp.Stoic.2.143, Plot. 6.9.9, etc.; light, γῆ AP7.461 (Mel.): metaph., ἀ. χρῆμα a light matter, Com.Adesp.158; παρρησία . . μαλακὴ καὶ ἀ. Plu.2.59c; of the pulse, Archig. ap. Gal.8.651. II not offensive, ὀσμαί Aret.CA2.3; of persons, not burdensome, ἀ. ἑαυτὸν τηρεῖν, παρέχειν, 2 Ep.Cor.11.9, CIG5361.15 (Berenice). Adv. -ρῶς without giving offence, Simp. in Epict.p.85D.; without taking offence, ib.p.88D.
German (Pape)
[Seite 2] ές (βάρος), nicht schwer, leicht, Arist. coel. 1, 8; Luc. Dial. Mort. 10, 5; überhaupt nicht lästig, Mel. 121 (VII, 461) und N. T, wie 2 Cor. 11, 9τινί
Greek (Liddell-Scott)
ἀβᾰρής: ές (βάρος) = ἄνευ βάρους, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 8, 16. Πλουτ. κτλ. σφυγμὸς ἀβ., ἐλαφρὸς σφυγμός, Γαλην. ΙΙ. οὐχὶ ἐνοχλητικός, ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀβαρῆ ἑαυτὸν τηρεῖν πρὸς Κορ. Βϳ, ιβϳ, 9. ἀβ. ἑαυτὸν παρέχειν Συλλ. Ἐπιγρ. 5361:15. ― ἐπιρρ. -ρῶς = ἐλαφρῶς, ἄνευ προσβολῆς, ἀνεπαχθῶς. Σιμπλίκ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 non pesant, léger litt. sans poids;
2 fig. non désagréable, agréable ; qui ne pèse pas (financièrement).
Étymologie: ἀ, βάρος.