σαρκικός: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαρκικός''': -ή, -όν, = [[σάρκινος]] Ι ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] διάφορ. γραφ.) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ. ΙΙ. ἐκ σαρκὸς ἀποτελούμενος, εἰς τὴν σάρκα ἀνήκων, προσηλωμένος εἰς τὰ τῆς σαρκός, [[ὑλικός]], ἀντίθετον τῷ [[πνευματικός]], Ἀνθ. Π. 1. 107. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰγνάτ. πρὸς Ἐφέσ. 10· συγκρ. -ώτερον, Κλήμ. Ἀλεξ. 802. | |lstext='''σαρκικός''': -ή, -όν, = [[σάρκινος]] Ι ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] διάφορ. γραφ.) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ. ΙΙ. ἐκ σαρκὸς ἀποτελούμενος, εἰς τὴν σάρκα ἀνήκων, προσηλωμένος εἰς τὰ τῆς σαρκός, [[ὑλικός]], ἀντίθετον τῷ [[πνευματικός]], Ἀνθ. Π. 1. 107. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰγνάτ. πρὸς Ἐφέσ. 10· συγκρ. -ώτερον, Κλήμ. Ἀλεξ. 802. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de chair;<br /><b>2</b> qui concerne la chair, charnel;<br /><b>3</b> adonné à la chair, sensuel.<br />'''Étymologie:''' [[σάρξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,= sq. 1, χρώς, δέρμα, Sotad.19; = sq. 3, 1 Ep.Cor.9.11, Ep.Rom. 7.14 (v.l.), Cod.Just.1.3.41.4.
German (Pape)
[Seite 863] = σάρκινος, Arist. H. A. 10, 2; – bei den K. S. fleischlich, sinnlich, Ggstz des Geistigen.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκικός: -ή, -όν, = σάρκινος Ι (ὅπερ εἶναι διάφορ. γραφ.) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ. ΙΙ. ἐκ σαρκὸς ἀποτελούμενος, εἰς τὴν σάρκα ἀνήκων, προσηλωμένος εἰς τὰ τῆς σαρκός, ὑλικός, ἀντίθετον τῷ πνευματικός, Ἀνθ. Π. 1. 107. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰγνάτ. πρὸς Ἐφέσ. 10· συγκρ. -ώτερον, Κλήμ. Ἀλεξ. 802.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de chair;
2 qui concerne la chair, charnel;
3 adonné à la chair, sensuel.
Étymologie: σάρξ.