εὔπραξις: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔπραξις''': ἡ, ποιητ. ἀντὶ [[εὐπραξία]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 255· ἀλλ’ ὁ Λοβέκ. ἐν Φρυν 501 προτιμᾷ πέλοιτο… εὖ [[πρᾶξις]], πρβλ. στ. 500,
|lstext='''εὔπραξις''': ἡ, ποιητ. ἀντὶ [[εὐπραξία]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 255· ἀλλ’ ὁ Λοβέκ. ἐν Φρυν 501 προτιμᾷ πέλοιτο… εὖ [[πρᾶξις]], πρβλ. στ. 500,
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[εὐπραξία]].<br />'''Étymologie:''' [[εὔπρακτος]].
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπραξις Medium diacritics: εὔπραξις Low diacritics: εύπραξις Capitals: ΕΥΠΡΑΞΙΣ
Transliteration A: eúpraxis Transliteration B: eupraxis Transliteration C: eypraksis Beta Code: eu)/pracis

English (LSJ)

εως, ἡ, poet. for εὐπραξία, A.Ag.255 (lyr . . sed scrib. divisim).

German (Pape)

[Seite 1090] ἡ, p., dasselbe, πέλοιτο δ' οὖν τἀπὶ τούτοισιν εὔπραξις Aesch. Ag. 246, was besser getrennt εὖ πρᾶξις zu schreiben; vgl. Lob. zu Phryn. p. 501.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπραξις: ἡ, ποιητ. ἀντὶ εὐπραξία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 255· ἀλλ’ ὁ Λοβέκ. ἐν Φρυν 501 προτιμᾷ πέλοιτο… εὖ πρᾶξις, πρβλ. στ. 500,

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. εὐπραξία.
Étymologie: εὔπρακτος.