γανόω: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γανόω''': [[λαμπρύνω]], στιλβώνω, Πλούτ. 2 74D, 683E· ἑοῖς ἐγάνωσεν ἰάκχοις, ἐδόξασεν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 985· - παθ., πληροῦμαι χαρᾶς, ἀγάλλομαι, ταῦθ’ ὡς ἐγανώθην Ἀριστοφ. Ἀχ. 7· ἀλλ’ ἀείποτε σχεδὸν κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ. γεγανωμένος, ὡς τὸ Λατ. nitidus, Ἀνακρ. 11, Πλάτ. Πολ. 411A, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 42Β· - παρ’ Εὐστ. 1188.61, γεγανωμένα, ἀγγεῖα διὰ κασσιτέρου ἐπικεχρισμένα. | |lstext='''γανόω''': [[λαμπρύνω]], στιλβώνω, Πλούτ. 2 74D, 683E· ἑοῖς ἐγάνωσεν ἰάκχοις, ἐδόξασεν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 985· - παθ., πληροῦμαι χαρᾶς, ἀγάλλομαι, ταῦθ’ ὡς ἐγανώθην Ἀριστοφ. Ἀχ. 7· ἀλλ’ ἀείποτε σχεδὸν κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ. γεγανωμένος, ὡς τὸ Λατ. nitidus, Ἀνακρ. 11, Πλάτ. Πολ. 411A, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 42Β· - παρ’ Εὐστ. 1188.61, γεγανωμένα, ἀγγεῖα διὰ κασσιτέρου ἐπικεχρισμένα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et ao.</i> ἐγάνωσα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐγανώθην, <i>pf.</i> γεγάνωμαι;<br />faire briller, rendre luisant, polir.<br />'''Étymologie:''' [[γάνος]]¹. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
A make bright, polish, Plu.2.74e: metaph., τὰ πράγματα τοῖς εὐπροσωποτάτοις τῶν ἐπιθέτων ib.683e:—metaph. in Pass., ἀληθείας φωτὶ γεγανωμένα Dam.Pr.33,cf.26; ὰὴρ . . ζοφερὸς καὶ οἷον γεγανωμένος Agath.5.3; ἑοῖς ἐγάνωσεν ἰάκχοις glorified, Epigr.Gr.985 (Philae); make glad, delight, τὴν ψυχήν Ph.1.121:—Pass., to be made glad, exult, ταῦθ' ὡς ἐγανώθην Ar.Ach.7, Ph.1.c., al.:—esp. pf. part. Pass. γεγανωμένος bright, χλανίς Phld.Vit.p.21 J.; glad-looking, στίλβων καὶ γεγανωμένος Anacr.13A; γεγ. ὑπὸ τῆς ᾠδῆς, under the glamour of song, Pl.R.411a, cf. Phld.Mort.13, Plu.2.42c; γεγ. καὶ ἀνθηρός, of oratorical style, Id.TG2. II tin, lacker, ἀγγεῖον γεγανωμένον Crito ap.Gal.12.490; γ. τῷ κασσιτέρῳ Aët.12.55, cf. Eust.1188.61.
German (Pape)
[Seite 473] glänzend machen, glätten, καὶ ἐπιλεαίνω Plut. de ad. et am. discr. 52; χρώμασι, anstreichen, Symp. 5, 8, 2; γεγανωμένα, überzinnie Kupfergefäße, Medic.; – erheitern, Anacr. 48, 12; pass., ergötzt werden, Ar. Ach. 7; ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Plat. Rep. III, 411 a.
Greek (Liddell-Scott)
γανόω: λαμπρύνω, στιλβώνω, Πλούτ. 2 74D, 683E· ἑοῖς ἐγάνωσεν ἰάκχοις, ἐδόξασεν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 985· - παθ., πληροῦμαι χαρᾶς, ἀγάλλομαι, ταῦθ’ ὡς ἐγανώθην Ἀριστοφ. Ἀχ. 7· ἀλλ’ ἀείποτε σχεδὸν κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ. γεγανωμένος, ὡς τὸ Λατ. nitidus, Ἀνακρ. 11, Πλάτ. Πολ. 411A, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 42Β· - παρ’ Εὐστ. 1188.61, γεγανωμένα, ἀγγεῖα διὰ κασσιτέρου ἐπικεχρισμένα.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et ao. ἐγάνωσα;
Pass. ao. ἐγανώθην, pf. γεγάνωμαι;
faire briller, rendre luisant, polir.
Étymologie: γάνος¹.