ἀβέβηλος: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀβέβηλος''': -ον, ὡς τὸ [[ἄβατος]] = [[ἱερός]], ἀπαραβίαστος Πλούτ. Βροῦτ. 20. Ἀβέβηλα, τὰ ἄβατα χωρία καὶ ἱερὰ καὶ μὴ τοῖς τυχοῦσι βάσιμα, μόνοις δὲ τοῖς θεραπεύουσι τοὺς Θεούς. | |lstext='''ἀβέβηλος''': -ον, ὡς τὸ [[ἄβατος]] = [[ἱερός]], ἀπαραβίαστος Πλούτ. Βροῦτ. 20. Ἀβέβηλα, τὰ ἄβατα χωρία καὶ ἱερὰ καὶ μὴ τοῖς τυχοῦσι βάσιμα, μόνοις δὲ τοῖς θεραπεύουσι τοὺς Θεούς. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />où l’on ne doit pas pénétrer, inviolable, sacré.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βέβηλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A sacred, inviolable, Plu.Brut.20, cf. Cam.30; of persons, pure, Inscr.Prien.113.67.
German (Pape)
[Seite 2] (nicht zu betreten, dah.) geweiht, heilig, Plut. Brut. 26 Camill. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβέβηλος: -ον, ὡς τὸ ἄβατος = ἱερός, ἀπαραβίαστος Πλούτ. Βροῦτ. 20. Ἀβέβηλα, τὰ ἄβατα χωρία καὶ ἱερὰ καὶ μὴ τοῖς τυχοῦσι βάσιμα, μόνοις δὲ τοῖς θεραπεύουσι τοὺς Θεούς.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on ne doit pas pénétrer, inviolable, sacré.
Étymologie: ἀ, βέβηλος.