ἁγέομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁγέομαι''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[ἡγέομαι]], Πίνδ. τὰ ἁγημένα, τὰ νενομισμένα, Χρησμ. παρὰ Δημοσθ. 1072, 27. Οὗτος ὁ [[τύπος]] ἀπαντᾷ καὶ ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδότου, ὡς 2, 69, 72, 115, κτλ., ἀλλὰ διορθοῦται ὑπὸ τῶν ἐκδοτῶν εἰς [[ἡγέομαι]]. | |lstext='''ἁγέομαι''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[ἡγέομαι]], Πίνδ. τὰ ἁγημένα, τὰ νενομισμένα, Χρησμ. παρὰ Δημοσθ. 1072, 27. Οὗτος ὁ [[τύπος]] ἀπαντᾷ καὶ ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδότου, ὡς 2, 69, 72, 115, κτλ., ἀλλὰ διορθοῦται ὑπὸ τῶν ἐκδοτῶν εἰς [[ἡγέομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>dor. c.</i> [[ἡγέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. for ἡγέομαι· τὰ ἁγημενα
A custom, prescription, Orac. ap.D.43.66.
German (Pape)
[Seite 12] dor. für ἡγέομαι, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγέομαι: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἡγέομαι, Πίνδ. τὰ ἁγημένα, τὰ νενομισμένα, Χρησμ. παρὰ Δημοσθ. 1072, 27. Οὗτος ὁ τύπος ἀπαντᾷ καὶ ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδότου, ὡς 2, 69, 72, 115, κτλ., ἀλλὰ διορθοῦται ὑπὸ τῶν ἐκδοτῶν εἰς ἡγέομαι.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡγέομαι.