ἀγαυός: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγαυός''': -ή, -όν, Παρ’ Ὁμήρῳ σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ βασιλέων ἤ ἡρώων, [[ἔνδοξος]], [[εὐγενής]], ἐπιφανὴς τὴν καταγωγήν, ἀγ. κήρυκες, Ἰλ. Γ. 268· μνηστῆρες, Φαίηκες, Ὀδ.· ἀγαυὴ Περσεφόνεια, Ὀδ. Λ, 213· πομπῆες ἀγαυοὶ = εὐγενεῖς, ἐξαίρετοι ὁδηγοί, Ὀδ. Ν. 71· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. Π. 4. 127· καὶ [[ἅπαξ]] παρὰ τραγικοῖς, Πέρσαις ἀγαυοῖς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 986 (Λυρ.): - Ὑπερθ. -ότατος, Ὀδ. Ο, 229. 2) ὡς κύρ. ὀνόματα, Ἀγαυός, Ἀγαυή, Ἰλ. Ἡσ., οὐχὶ δὲ Ἄγαυος, Ἀγαύη· ἴδε Ἀρκάδ. 45 καὶ 103. Lehrs de Stud. Aristarch. σ. 293. (περὶ τῆς ῥίζης ὅρα [[γαίω]]).
|lstext='''ἀγαυός''': -ή, -όν, Παρ’ Ὁμήρῳ σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ βασιλέων ἤ ἡρώων, [[ἔνδοξος]], [[εὐγενής]], ἐπιφανὴς τὴν καταγωγήν, ἀγ. κήρυκες, Ἰλ. Γ. 268· μνηστῆρες, Φαίηκες, Ὀδ.· ἀγαυὴ Περσεφόνεια, Ὀδ. Λ, 213· πομπῆες ἀγαυοὶ = εὐγενεῖς, ἐξαίρετοι ὁδηγοί, Ὀδ. Ν. 71· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. Π. 4. 127· καὶ [[ἅπαξ]] παρὰ τραγικοῖς, Πέρσαις ἀγαυοῖς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 986 (Λυρ.): - Ὑπερθ. -ότατος, Ὀδ. Ο, 229. 2) ὡς κύρ. ὀνόματα, Ἀγαυός, Ἀγαυή, Ἰλ. Ἡσ., οὐχὶ δὲ Ἄγαυος, Ἀγαύη· ἴδε Ἀρκάδ. 45 καὶ 103. Lehrs de Stud. Aristarch. σ. 293. (περὶ τῆς ῥίζης ὅρα [[γαίω]]).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />digne d’admiration, noble, magnifique.<br />'''Étymologie:''' ἀ- augm., R. ΓαϜ, briller.
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαυός Medium diacritics: ἀγαυός Low diacritics: αγαυός Capitals: ΑΓΑΥΟΣ
Transliteration A: agauós Transliteration B: agauos Transliteration C: agavos Beta Code: a)gauo/s

English (LSJ)

ή, όν, in Hom. almost always of kings or heroes,

   A illustrious, noble, κήρυκες Il.3.268; Περσεφόνεια Od.11.213; πομπῆες noble guides, 13.71, cf. Pi.P.4.72; once in Trag., Πέρσαις ἀγαυοῖς A.Pers.986 (lyr.): Sup. -ότατος Od.15.229.    2 of things, brilliant, glorious, δῶρον h.Merc.442; θρόος Pi.Pae.9.36; esp. of stars, Arat.71, al., Man.2.14 (Sup.):—in late Prose, Hierocl.in CA4p.425M. (Perh. α intens., γαίω, cf. Hdn.Gr.2.166.)

German (Pape)

[Seite 10] ή, όν (Αγαμαι, vgl. γαιω, γαυρός, aaudeo, also Wurzel γαF, VLL. ἔνδοξος), nur p., verehrungswürdig, Περσεφόνεια Od. 11, 213. 226; Beiwort vieler Helden: erlaucht; ganzer Völker, geachtet, berühmt, z. B. Φαίηκες Od. 13, 304, Τρῶες Il. 10, 563; θεράποντες 13, 281, κήρυκες 3, 268, μνηστῆρες Od. oft, die erlauchten; πομπῆες, treffliche Geleiter, Od. 13, 71; superlat. ἀγαυότατος Odyss. 15, 229. Νηλέα τε μεγάθυμον, ἀγαυότατον ζωόντων. – Hes. οὐρανίωνες, Th. 462; Aesch. Πέρσαι, Pers. 948; Pind. Αἰολίδαι, P. 4, 72; Φυλεύς, Theocr. 25, 55; Orph. oft. Bei Arat. Phaen. 71 u. Maneth. II, 14. 131, ἀγαυότατος ζωδιακός, hell.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαυός: -ή, -όν, Παρ’ Ὁμήρῳ σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ βασιλέων ἤ ἡρώων, ἔνδοξος, εὐγενής, ἐπιφανὴς τὴν καταγωγήν, ἀγ. κήρυκες, Ἰλ. Γ. 268· μνηστῆρες, Φαίηκες, Ὀδ.· ἀγαυὴ Περσεφόνεια, Ὀδ. Λ, 213· πομπῆες ἀγαυοὶ = εὐγενεῖς, ἐξαίρετοι ὁδηγοί, Ὀδ. Ν. 71· ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Π. 4. 127· καὶ ἅπαξ παρὰ τραγικοῖς, Πέρσαις ἀγαυοῖς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 986 (Λυρ.): - Ὑπερθ. -ότατος, Ὀδ. Ο, 229. 2) ὡς κύρ. ὀνόματα, Ἀγαυός, Ἀγαυή, Ἰλ. Ἡσ., οὐχὶ δὲ Ἄγαυος, Ἀγαύη· ἴδε Ἀρκάδ. 45 καὶ 103. Lehrs de Stud. Aristarch. σ. 293. (περὶ τῆς ῥίζης ὅρα γαίω).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d’admiration, noble, magnifique.
Étymologie: ἀ- augm., R. ΓαϜ, briller.