ἀβασίλευτος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀβᾰσίλευτος''': ον· [[ἄνευ]] βασιλέως, μὴ κυβερνώμενος ὑπὸ βασιλέως [[[αὐτόνομος]]]. Θουκ. 2, 80. Ξεν. Ἑλλ. 5, 2, 17. | |lstext='''ἀβᾰσίλευτος''': ον· [[ἄνευ]] βασιλέως, μὴ κυβερνώμενος ὑπὸ βασιλέως [[[αὐτόνομος]]]. Θουκ. 2, 80. Ξεν. Ἑλλ. 5, 2, 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />sans roi.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βασιλεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not ruled by a king, Th.2.80, X.HG5.2.17: generally, free from rule, Plu.2.1125d, Artem.1.8.
German (Pape)
[Seite 2] nicht von, Königen regiert, χάονες Thuc. 2, 80; θρᾷκες Xen. Hell. 5, 2, 12; Plut. Alc. 36; – ohne, König, Herodian. 4, 14, 1; unabhängig, πολιτεία ἀβ. καὶ αὐτόνομος Plut. Rom. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβᾰσίλευτος: ον· ἄνευ βασιλέως, μὴ κυβερνώμενος ὑπὸ βασιλέως [[[αὐτόνομος]]]. Θουκ. 2, 80. Ξεν. Ἑλλ. 5, 2, 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans roi.
Étymologie: ἀ, βασιλεύω.