ἄγραπτος: Difference between revisions
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄγραπτος''': -ον, ὁ μὴ γεγραμμένος, ἄγρ. θεῶν [[νόμιμα]], Σοφ. Ἀντ. 454: πρβλ. [[ἄγραφος]]. ΙΙ. ἄγρ. [[δίκη]], [[δίκη]] ἐξαλειφθεῖσα, ἐπὶ γενομένῃ ἐνστάσει, «[[ἄγραπτος]] δὲ [[δίκη]] ἐκαλεῖτο ἡ ὑπὸ τῆς παραγραφῆς ἀναιρεθεῖσα καὶ διαγραφεῖσα», [[Πολυδ]]. 8. 57. | |lstext='''ἄγραπτος''': -ον, ὁ μὴ γεγραμμένος, ἄγρ. θεῶν [[νόμιμα]], Σοφ. Ἀντ. 454: πρβλ. [[ἄγραφος]]. ΙΙ. ἄγρ. [[δίκη]], [[δίκη]] ἐξαλειφθεῖσα, ἐπὶ γενομένῃ ἐνστάσει, «[[ἄγραπτος]] δὲ [[δίκη]] ἐκαλεῖτο ἡ ὑπὸ τῆς παραγραφῆς ἀναιρεθεῖσα καὶ διαγραφεῖσα», [[Πολυδ]]. 8. 57. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non écrit ; ἄγραπτα νόμιμα SOPH prescriptions morales, <i>litt.</i> non écrites (dans les codes).<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[γράφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unwritten, ἄ. θεῶν νόμιμα S.Ant.454. II ἄ. δίκη action cancelled in consequence of a special plea, Poll.8.57.
German (Pape)
[Seite 22] ungeschrieben, ἄγραπτα νόμιμα, das ungeschriebene, innere Sittengesetz, Soph. Ant. 450.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγραπτος: -ον, ὁ μὴ γεγραμμένος, ἄγρ. θεῶν νόμιμα, Σοφ. Ἀντ. 454: πρβλ. ἄγραφος. ΙΙ. ἄγρ. δίκη, δίκη ἐξαλειφθεῖσα, ἐπὶ γενομένῃ ἐνστάσει, «ἄγραπτος δὲ δίκη ἐκαλεῖτο ἡ ὑπὸ τῆς παραγραφῆς ἀναιρεθεῖσα καὶ διαγραφεῖσα», Πολυδ. 8. 57.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non écrit ; ἄγραπτα νόμιμα SOPH prescriptions morales, litt. non écrites (dans les codes).
Étymologie: ἀ, γράφω.