ἀναισθητέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναισθητέω''': στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν [[αἰσθάνομαι]] κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8.
|lstext='''ἀναισθητέω''': στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν [[αἰσθάνομαι]] κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être insensible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναίσθητος]].
}}
}}

Revision as of 19:23, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναισθητέω Medium diacritics: ἀναισθητέω Low diacritics: αναισθητέω Capitals: ΑΝΑΙΣΘΗΤΕΩ
Transliteration A: anaisthētéō Transliteration B: anaisthēteō Transliteration C: anaisthiteo Beta Code: a)naisqhte/w

English (LSJ)

   A lack perception, D.18.221; ἀ. ταλαιπωρίας to be without sense of weariness, J.AJ11.5.8; συμφορῶν ἀ. BJ4.3.10: abs., Epicur.Ep.1p.21U., Sor.2.49, prob. in Porph.Abst.1.39.

German (Pape)

[Seite 190] dasselbe, stumssinnig sein, Dem. 18, 221, u. Sp., wie Aesop. 73 u. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισθητέω: στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν αἰσθάνομαι κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être insensible.
Étymologie: ἀναίσθητος.