ἐρυσάρματες: Difference between revisions
From LSJ
Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρυσάρμᾰτες''': αἰτ. -ᾰτας. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. [[ἄνευ]] ἑνικ. ἐν χρήσει, οἱ τὰ ἅρματα σύροντες, [[ἐρυσάρματες]] ἵπποι, ἐρυσάρματας ἵππους Ἰλ. Ο. 354, Π. 370, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 369. Πρβλ. Λοβεκκ. Παραλ. 179. | |lstext='''ἐρυσάρμᾰτες''': αἰτ. -ᾰτας. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. [[ἄνευ]] ἑνικ. ἐν χρήσει, οἱ τὰ ἅρματα σύροντες, [[ἐρυσάρματες]] ἵπποι, ἐρυσάρματας ἵππους Ἰλ. Ο. 354, Π. 370, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 369. Πρβλ. Λοβεκκ. Παραλ. 179. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=([[οἱ]]) :<br />qui traînent un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρύω]], [[ἅρμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
acc. -ᾰτας, nom. and acc. pl., with no sg. in use,
A chariot-drawing, ἵπποι Il.15.354, 16.370, Hes.Sc.369.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυσάρμᾰτες: αἰτ. -ᾰτας. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἄνευ ἑνικ. ἐν χρήσει, οἱ τὰ ἅρματα σύροντες, ἐρυσάρματες ἵπποι, ἐρυσάρματας ἵππους Ἰλ. Ο. 354, Π. 370, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 369. Πρβλ. Λοβεκκ. Παραλ. 179.