Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξέρομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξέρομαι''': Ἰων. -είρομαι: μέλλ. -ερήσομαι: ἀόρ. β΄ -ηρόμην: ἀπαρ. -ερέσθαι: Ἀποθ.: 1) μετ’ αἰτ., πράγματος, Διὸς δ’ ἐξείρετο βουλήν, ἐζήτησε τὴν συμβουλὴν τοῦ Διὸς, Ὀδ. Ν. 127· οὕτω καί, ἀναξίου μὲν φωτὸς ἐξερήσομαι... τί νῦν κυρεῖ, περὶ ἀνθρώπου οὐχὶ λόγου ἀξίου θὰ σὲ ἐρωτήσω τί κάμνει τώρα, Σοφ. Φιλ. 439. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ τινα, Ζῆν’ ὕπατον... ἐξείρετο καὶ προσέειπε Ἰλ. Ε. 756· ἐξήρου μ’ [[ὅπου]] (ἐνν. ἐστὶν [[ἐκεῖνος]]) Σοφ. Αἴ. 103: ― ἀπολ., Ἰλ. Ω. 361. ― Ἰων. ἐνεστ. [[ἐξείρομαι]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 19: παρ’ Ὁμ. συνηθέστερα τὰ ῥήματα, [[ἐξερέω]], [[ἐξερεείνω]], ἐξερέομαι. ― Συγγενὲς τῷ [[ἐξερεείνω]].
|lstext='''ἐξέρομαι''': Ἰων. -είρομαι: μέλλ. -ερήσομαι: ἀόρ. β΄ -ηρόμην: ἀπαρ. -ερέσθαι: Ἀποθ.: 1) μετ’ αἰτ., πράγματος, Διὸς δ’ ἐξείρετο βουλήν, ἐζήτησε τὴν συμβουλὴν τοῦ Διὸς, Ὀδ. Ν. 127· οὕτω καί, ἀναξίου μὲν φωτὸς ἐξερήσομαι... τί νῦν κυρεῖ, περὶ ἀνθρώπου οὐχὶ λόγου ἀξίου θὰ σὲ ἐρωτήσω τί κάμνει τώρα, Σοφ. Φιλ. 439. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ τινα, Ζῆν’ ὕπατον... ἐξείρετο καὶ προσέειπε Ἰλ. Ε. 756· ἐξήρου μ’ [[ὅπου]] (ἐνν. ἐστὶν [[ἐκεῖνος]]) Σοφ. Αἴ. 103: ― ἀπολ., Ἰλ. Ω. 361. ― Ἰων. ἐνεστ. [[ἐξείρομαι]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 19: παρ’ Ὁμ. συνηθέστερα τὰ ῥήματα, [[ἐξερέω]], [[ἐξερεείνω]], ἐξερέομαι. ― Συγγενὲς τῷ [[ἐξερεείνω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐξειρόμην, <i>f.</i> [[ἐξερήσομαι]], <i>ao.2</i> ἐξηρόμην;<br />questionner, interroger : τινα qqn ; τινος chercher à savoir au sujet de qqn ; [[τι]] chercher à connaître qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἔρομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:23, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξέρομαι Medium diacritics: ἐξέρομαι Low diacritics: εξέρομαι Capitals: ΕΞΕΡΟΜΑΙ
Transliteration A: exéromai Transliteration B: exeromai Transliteration C: ekseromai Beta Code: e)ce/romai

English (LSJ)

Ion. ἐξείρομαι, fut. -ερήσομαι: aor. 2 -ηρόμην, inf. -ερέσθαι:    1 c. acc. rei, inquire into a thing, Διὸς ἐξείρετο βουλήν Od. 13.127; so also ἀναξίου μὲν φωτὸς ἐξερήσομαι . . τί νῦν κυρεῖ will inquire concerning him, what he is now about, S.Ph.439.    2 c. acc. pers., inquire of, Ζῆν' ὕπατον . . ἐξείρετο Il.5.756; ἦ τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ' ὅπου; S.Aj.103; ἐ. καὶ προσέειπε Il.24.361.—Ion. pres. ἐξείρομαι A.R.3.19: in Hom. more freq. ἐξερέω, ἐξερεείνω, ἐξερέομαι.

German (Pape)

[Seite 878] (s. ἔρομαι) , praes. nur ion. ἐξείρομαι, Ap. Rh. 3, 19 (s. oben u. vgl. ἐξερέω); Hom. impf. ἐξείρετο; fut. ἐξερήσομαι, Soph. Phil. 437; sonst aor . ἐξηρόμην; ausfragen, ausforschen; Διὸς ἐξείρε το βουλήν Od. 13. 127. öfter; Soph. Ai. 103; τινά, Il. 5, 756. 24, 361; τινός, Soph. a. a. O., über Einen, oder nach. Einem.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέρομαι: Ἰων. -είρομαι: μέλλ. -ερήσομαι: ἀόρ. β΄ -ηρόμην: ἀπαρ. -ερέσθαι: Ἀποθ.: 1) μετ’ αἰτ., πράγματος, Διὸς δ’ ἐξείρετο βουλήν, ἐζήτησε τὴν συμβουλὴν τοῦ Διὸς, Ὀδ. Ν. 127· οὕτω καί, ἀναξίου μὲν φωτὸς ἐξερήσομαι... τί νῦν κυρεῖ, περὶ ἀνθρώπου οὐχὶ λόγου ἀξίου θὰ σὲ ἐρωτήσω τί κάμνει τώρα, Σοφ. Φιλ. 439. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ τινα, Ζῆν’ ὕπατον... ἐξείρετο καὶ προσέειπε Ἰλ. Ε. 756· ἐξήρου μ’ ὅπου (ἐνν. ἐστὶν ἐκεῖνος) Σοφ. Αἴ. 103: ― ἀπολ., Ἰλ. Ω. 361. ― Ἰων. ἐνεστ. ἐξείρομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 19: παρ’ Ὁμ. συνηθέστερα τὰ ῥήματα, ἐξερέω, ἐξερεείνω, ἐξερέομαι. ― Συγγενὲς τῷ ἐξερεείνω.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξειρόμην, f. ἐξερήσομαι, ao.2 ἐξηρόμην;
questionner, interroger : τινα qqn ; τινος chercher à savoir au sujet de qqn ; τι chercher à connaître qch.
Étymologie: ἐξ, ἔρομαι.