ἐξερέω

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξερέω Medium diacritics: ἐξερέω Low diacritics: εξερέω Capitals: ΕΞΕΡΕΩ
Transliteration A: exeréō Transliteration B: exereō Transliteration C: eksereo Beta Code: e)cere/w

English (LSJ)

(A), Att. contr. ἐξερῶ, fut. of ἐξεῖπον (q.v.):—I
A will speak out, tell out, utter aloud, Hom. always abs. in sg., ἐξερέω Il.8.286, 12.215, Od.9.365, al.; in tmesi, ἔκ τοι ἐρέω Il.1.204, 233, al.: c. acc. in Trag., τἀληθὲς ἐξερῶ S.OT800, cf. 219, etc.: c. dupl. acc., τοιαῦτά τοι νὼ πᾶς τις ἐ. Id.El.984; ἐ. ὅτι.. Id.Ant.325:—after Hom., also pf.Act. ἐξείρηκα Id.Tr.350, 374: 3sg. plpf. Pass. ἐξείρητο Id.OT984: 3sg. fut. Pass. ἐξειρήσεται Id.Tr.1186.

(B), Ep. pres.,
A = ἐξέρομαι (of which it is an Ep. form) and ἐξερεείνω:
1 c. acc. rei, inquire into a thing, Od.3.116, 14.375:—Med., πάντα.. ἐξερέεσθαι 13.411, cf. 4.119.
2 c. acc. pers., inquire of a person, 10.249, etc.:—Med., 3.24, 19.99.
II search through, κνημοὺς ἐξερέῃσι 4.337.
2 search for, ὕδωρ A.R.4.1443.

German (Pape)

[Seite 878] 1) = ἐξερῶ, fut. zu ἐξεῖπον, w. m. s .; Hom. in der 1. Pers. sing., ὧδε γὰρ ἐξερέω, Il. 1, 212 u. öfter. – 2) ausfragen, ausforschen, τὰ ἕκαστα παρήμενοι ἐξερέουσι Od. 14, 375, öfter, nur im praes., wie Ap. Rh. 3, 317 u. a. sp. D. Vgl. ἐξερέομαι u. ἐξέρομαι.

French (Bailly abrégé)

1pf. ἐξείρηκα;
Pass. fut. 3ᵉ sg. ἐξειρήσεται, pqp. 3ᵉ sg. ἐξείρητο;
fut. d'un prés. inus.
1 dire en tirant de soi-même, dire malgré soi, être forcé d'avouer, avec ὅτι;
2 p. ext. parler, dire : τί τινα qch à qqn.
Étymologie: ἐξ, ἐρέω¹.
2seul. prés.
chercher à savoir :
1 interroger : τινα qqn;
2 demander : τι qch;
3 explorer, acc..
Étymologie: ἐξ, ἐρέω².

Russian (Dvoretsky)

ἐξερέω:
I [fut. к ἐξεῖπον (pf. ἐξείρηκα) (рас)сказать (τινι ὡς … Her.; τι Soph.): φανεῖτέ μοι τοὺς δρῶντας, ἐξερεῖθ᾽ ὅτι … Soph. укажите мне виновников, (а не то) вам придется сказать (т. е. вы убедитесь в том), что …; καλῶς ἅπαντα ταῦτ᾽ ἂν ἐξείρητό σοι, εἰμη … Soph. все то, что сказано тобой, было бы правильно, если бы не ….
II тж. med. Hom. = ἐξερεείνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξερέω: (Α), Ἀττ. συνῃρ. ἐξερῶ, μέλλ. τοῦ ἐξεῖπον (ὃ ἴδε), θὰ εἴπω καθαρῶς, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἀπολ. καθ’ ἑνικ., σοὶ δ’ ἐγὼ ἐξερέω ὡς καὶ τετελεσμένον ἔσται Ἰλ. Θ. 286., Λ. 215, Ὀδ. Ι. 365, κτλ.· καὶ ἐν τμήσει, ἔκ τοι ἐρέω Ἰλ. Α. 204, 233, κτλ.· ὡσαύτως παρ’ Ἀττ., τἀληθὲς ἐξερῶ Σοφ. Ο. Τ. 800, πρβλ. 219, κτλ.· μετὰ διπλῆς αἰτιατ., τοιαῦτά τοι νὼ πᾶς τις ἐξ. ὁ αὐτὸς Ἠλ. 984· ἐξ. ὅτι..., ὁ αὐτὸς Ἀντιγ. 325: - μεθ’ Ὅμ. ὡσαύτως ἐνεργ. πρκμ. ἐξείρηκα, Σοφ. Τρ. 350, 374· γ΄ ἑνικ. παθ. ὑπερσ., ἐξείρητο, ὁ αὐτὸς Ο. Τ. 984: παθ. μέλλ. ἐξειρήσεται, ὁ αὐτὸς Τρ. 1186. - Δὲν πρέπει νὰ συγχέηται πρὸς τὸ ἑπόμ.

English (Autenrieth)

(1): see ἐξεῖπον.
(2), inf. ἐξερέεσθαι, only pres. forms of both act. and dep. (act. only in Od.): inquire of, question, ask, w. acc. of person, or of thing; ‘explore,’ Od. 4.337, Od. 17.128, cf. Od. 12.259; ‘investigate,’ Od. 1.416.

Greek Monotonic

ἐξερέω: (Α), Αττ. συνηρ. -ερῶ, μέλ. του ἐξεῖπον, θα μιλήσω καθαρά, θα ανακοινώσω, θα εκφραστώ ανοιχτά ή μεγαλοφώνως, σε Όμηρ., Σοφ.· ομοίως και σε Ενεργ. παρακ. ἐξείρηκα στον ίδ.· γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. ἐξείρητο στον ίδ.· Παθ. μέλ. ἐξειρήσεται, στον ίδ.
ἐξερέω: (Β), = ἐξέρομαι (από όπου και ο Επικ. τύπος
1. ρωτώ και παίρνω πληροφορίες για κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και στη Μέσ., στο ίδ.
2. ρωτώ να μάθω για κάποιον, στο ίδ.· και στη Μέσ., στο ίδ.
II. ερευνώ επιμελώς, εξονυχιστικά, στο ίδ.

Middle Liddell

1 Attic contr. -ερῶ [fut. of ἐξεῖπον
I will speak out, tell out, utter aloud, Hom., Soph.: so in perf. act. ἐξείρηκα Soph.; 3rd sg. plup. pass. ἐξείρητο Soph.; fut. pass. ἐξειρήσεται Soph.
2
1. to inquire into a thing, Od.; so in Mid., Od.
2. to inquire of a person, Od.; and in Mid., Od.
II. to search through, Od.
B. Dep.: ἐξέρομαι ionic -είρομαι fut. -ερήσομαι aor2 -ηρόμην inf. -ερέσθαι
1. to inquire into a thing, Od., Soph.
2. to inquire of a person, Il., Soph.