αἰσυλοεργός: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰσυλοεργός''': -όν, = αἴσυλα ῥέζῳν, παράνομα καὶ ἄδικα ἐργαζόμενος, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 28. 18, Μάξιμ. π. καταρχ. 368, ὁ Ἀρίσταρχος γράφει τοῦτο ἐν Ἰλ. Ε. 403 ἀντὶ τοῦ [[ὀβριμοεργός]].
|lstext='''αἰσυλοεργός''': -όν, = αἴσυλα ῥέζῳν, παράνομα καὶ ἄδικα ἐργαζόμενος, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 28. 18, Μάξιμ. π. καταρχ. 368, ὁ Ἀρίσταρχος γράφει τοῦτο ἐν Ἰλ. Ε. 403 ἀντὶ τοῦ [[ὀβριμοεργός]].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />scélérat.<br />'''Étymologie:''' [[αἴσυλος]], [[ἔργον]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσῠλοεργός Medium diacritics: αἰσυλοεργός Low diacritics: αισυλοεργός Capitals: ΑΙΣΥΛΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: aisyloergós Transliteration B: aisyloergos Transliteration C: aisyloergos Beta Code: ai)suloergo/s

English (LSJ)

όν,

   A = αἴσυλα ῥέζων, ill-doing, Max.368; read by Aristarch. in Il.5.403 for ὀβριμοεργός, cf. Clem.Al.Protr.2.33.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσυλοεργός: -όν, = αἴσυλα ῥέζῳν, παράνομα καὶ ἄδικα ἐργαζόμενος, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 28. 18, Μάξιμ. π. καταρχ. 368, ὁ Ἀρίσταρχος γράφει τοῦτο ἐν Ἰλ. Ε. 403 ἀντὶ τοῦ ὀβριμοεργός.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
scélérat.
Étymologie: αἴσυλος, ἔργον.