κυβευτήριον: Difference between revisions
From LSJ
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠβευτήριον''': τό, «[[τόπος]] ἐστὶ τὸ [[κυβευτήριον]] εἰς ὃν συνερχόμενοι κυβεύουσιν» (Λεξιλ. Ρητ.) Πλουτ. 2. 621Β, κ. ἀλλ. | |lstext='''κῠβευτήριον''': τό, «[[τόπος]] ἐστὶ τὸ [[κυβευτήριον]] εἰς ὃν συνερχόμενοι κυβεύουσιν» (Λεξιλ. Ρητ.) Πλουτ. 2. 621Β, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />maison de jeu.<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A gambling-house, Plu.2.621b, Poll.7.203, D.C. 65.2.
German (Pape)
[Seite 1522] τό, Ort zum Würfelspielen, Spielhaus, Plut. Symp. 1, 4, 3; neben καπηλεῖα genannt, D. Cass. 65, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβευτήριον: τό, «τόπος ἐστὶ τὸ κυβευτήριον εἰς ὃν συνερχόμενοι κυβεύουσιν» (Λεξιλ. Ρητ.) Πλουτ. 2. 621Β, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
maison de jeu.
Étymologie: κυβεύω.