ἔμπειρος: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμπειρος''': -ον, ([[πεῖρα]]) πεπειραμένος ἢ ἐξησκημένος εἴς τι, γινώσκων τι, κάτοχός τινος, [[μετὰ]] γεν., τῆς θυσίης Ἡρόδ, 2. 49· τῶν χώρων 8. 132· Βοιωτῶν 9. 46· τῆς ἐκείνου διανοίης 8. 97· κακῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 598· γάμων Σοφ. Ο. Κ. 752· τοῦ ἀγωνίζεσθαι Ἀντιφῶν 130. 6· [[περί]] τινος, [[περί]] τι Πλάτ. Νόμ. 632D, Τίμ 22Α: - ἀπολ., οἱ ἔμπειροι, οἱ πεπειραμένοι, οἱ ἔχοντες πεῖραν, Σοφ. Ο. Τ. 44, Ο. Κ. 1135, Πλάτ., κτλ.· ναυσὶν ἐμπείροις, διὰ πλοίων δεδοκιμασμένων διὰ τῆς χρήσεως, Θουκ. 2. 8: - τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν, ἡ μεγαλειτέρα αὐτῶν [[πεῖρα]], [[αὐτόθι]] 87. ΙΙ. ἐπίρρ. ἐμπείρως τινὸς ἔχειν. ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 6, 1, Δημ. 1351. 7· ἐμπειροτέρως ἔχειν [[περί]] τινος Αἰσχίν. 12. 5. | |lstext='''ἔμπειρος''': -ον, ([[πεῖρα]]) πεπειραμένος ἢ ἐξησκημένος εἴς τι, γινώσκων τι, κάτοχός τινος, [[μετὰ]] γεν., τῆς θυσίης Ἡρόδ, 2. 49· τῶν χώρων 8. 132· Βοιωτῶν 9. 46· τῆς ἐκείνου διανοίης 8. 97· κακῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 598· γάμων Σοφ. Ο. Κ. 752· τοῦ ἀγωνίζεσθαι Ἀντιφῶν 130. 6· [[περί]] τινος, [[περί]] τι Πλάτ. Νόμ. 632D, Τίμ 22Α: - ἀπολ., οἱ ἔμπειροι, οἱ πεπειραμένοι, οἱ ἔχοντες πεῖραν, Σοφ. Ο. Τ. 44, Ο. Κ. 1135, Πλάτ., κτλ.· ναυσὶν ἐμπείροις, διὰ πλοίων δεδοκιμασμένων διὰ τῆς χρήσεως, Θουκ. 2. 8: - τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν, ἡ μεγαλειτέρα αὐτῶν [[πεῖρα]], [[αὐτόθι]] 87. ΙΙ. ἐπίρρ. ἐμπείρως τινὸς ἔχειν. ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 6, 1, Δημ. 1351. 7· ἐμπειροτέρως ἔχειν [[περί]] τινος Αἰσχίν. 12. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a l’expérience de : τινος de qch ; qui a expérimenté qch ; <i>abs.</i> expérimenté, prudent, habile ; <i>en parl. de choses</i> [[ναῦς]] [[ἔμπειρος]] THC navire qui a l’usage (de la mer) ; τὸ ἐμπειρότερον THC plus grande expérience;<br /><i>Cp.</i> ἐμπειρότερος, <i>Sp.</i> ἐμπειρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πεῖρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (πεῖρα)
A experienced or practised in a thing, acquainted with it, c. gen., τῆς θυσίης Hdt.2.49; τῶν χώρων Id.8.132; Βοιωτῶν Id.9.46; τῆς ἐκείνου διανοίης Id.8.97; κακῶν A.Pers.598; γάμων S. OC752; θαλάσσης Th.1.80 (Sup.); τοῦ ἀγωνίζεσθαι Antipho 5.7; ὁ περὶ τῶν νόμων ἔ. Pl.Lg.632d; οἱ μάλιστα περὶ ταῦτα τῶν ἱερέων ἔ. Id.Ti.22a: abs., οἱ ἔ. the experienced, S.OT44, OC1135; experts, Pl.Lg. 765b; ναυσὶν ἐμπείροις for ships skilfully handled, Th.2.89; τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν their greater experience, ib.87. II Adv. -ρως, τινὸς ἔχειν to know a person or thing by experience, by its issue, X.An.2.6.1, Antiph.3, etc.; παιδεῦσαι D.59.18; διώκειν Aen.Tact.2.6; πόλεμον διενεγκεῖν Jul.Or.2.95a: Comp. -οτέρως Aeschin.1.82.
German (Pape)
[Seite 811] der Etwas durch Versuche, durch Erfahrung kennt, erfahren, kundig, τινός, worin; κακῶν Aesch. Pers. 590; γάμων Soph. O. C. 756; absol., der Erfahrene, O. R. 44 O. C. 1137, wie Plat. Legg. VI, 772 b; Xen. An. 4, 5, 8; διανοίης Her. 8, 97; τῶν χώρων 8, 132; πολέμου Thuc. 1, 80; γεωμετρίας Plat. Rep. VII, 529 e u. sonst; ὁ περὶ νόμων ἐμπ. Legg. I, 632 d; περὶ ταῦτα Tim. 22 a, wie Xen. Hell. 1, 6, 5. Auch von Thieren, κύνες ἔμπ. τῶν κυνηγεσιῶν Xen. Cyn. 6, 4; von Schiffen, erprobte, Thuc. 2, 89; – τὸ ἔμπειρον = ἐμπειρία, D. Hal. 3, 42; τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν, ihre größere Erfahrung, Thuc. 2, 87. – Adv. ἐμπείρως, kundig, ἔχειν τινός, kundig sein, Dem. 59, 15; Antiphan. Ath. X, 445 f; Einen durch den Umgang kennen, Xen. An. 2, 6, 1; ἐμπειροτέρως ἔχει τῆς βουλῆς περί τινος, er kennt es besser als der Rath, Aesch. 1, 82.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπειρος: -ον, (πεῖρα) πεπειραμένος ἢ ἐξησκημένος εἴς τι, γινώσκων τι, κάτοχός τινος, μετὰ γεν., τῆς θυσίης Ἡρόδ, 2. 49· τῶν χώρων 8. 132· Βοιωτῶν 9. 46· τῆς ἐκείνου διανοίης 8. 97· κακῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 598· γάμων Σοφ. Ο. Κ. 752· τοῦ ἀγωνίζεσθαι Ἀντιφῶν 130. 6· περί τινος, περί τι Πλάτ. Νόμ. 632D, Τίμ 22Α: - ἀπολ., οἱ ἔμπειροι, οἱ πεπειραμένοι, οἱ ἔχοντες πεῖραν, Σοφ. Ο. Τ. 44, Ο. Κ. 1135, Πλάτ., κτλ.· ναυσὶν ἐμπείροις, διὰ πλοίων δεδοκιμασμένων διὰ τῆς χρήσεως, Θουκ. 2. 8: - τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν, ἡ μεγαλειτέρα αὐτῶν πεῖρα, αὐτόθι 87. ΙΙ. ἐπίρρ. ἐμπείρως τινὸς ἔχειν. ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 6, 1, Δημ. 1351. 7· ἐμπειροτέρως ἔχειν περί τινος Αἰσχίν. 12. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a l’expérience de : τινος de qch ; qui a expérimenté qch ; abs. expérimenté, prudent, habile ; en parl. de choses ναῦς ἔμπειρος THC navire qui a l’usage (de la mer) ; τὸ ἐμπειρότερον THC plus grande expérience;
Cp. ἐμπειρότερος, Sp. ἐμπειρότατος.
Étymologie: ἐν, πεῖρα.