μετοίκιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετοίκιον''': τό, ὁ [[φόρος]] τῶν 12 δραχμῶν ὁ ἀποτινόμενος ὑπὸ τῶν ἐν Ἀθήναις μετοίκων, μ. κατατιθέναι, τελεῖν, ἀποτίνειν, Λυσ. 137. 29· μ. τιθέναι Δημ. 845. 20· τελεῖν Πλάτ. Νόμ. 850Β, κτλ.· προσφέρειν Ξεν. Πόρ. 2, 1· καταβάλλειν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 3· πρβλ. Böckh P. E. 44, κἑξ.· - [[παρόμοιος]] [[φόρος]] τελούμενος ὑπὸ τῶν ἀπελευθέρων, Ἀριστομ. ἐν Ἀδήλ. 3. ΙΙ. μετοίκια, τά, ἡ ἑορτὴ τῆς μετοικίας, = συνοίκια, τά, Πλουτ. Θησ. 24.
|lstext='''μετοίκιον''': τό, ὁ [[φόρος]] τῶν 12 δραχμῶν ὁ ἀποτινόμενος ὑπὸ τῶν ἐν Ἀθήναις μετοίκων, μ. κατατιθέναι, τελεῖν, ἀποτίνειν, Λυσ. 137. 29· μ. τιθέναι Δημ. 845. 20· τελεῖν Πλάτ. Νόμ. 850Β, κτλ.· προσφέρειν Ξεν. Πόρ. 2, 1· καταβάλλειν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 3· πρβλ. Böckh P. E. 44, κἑξ.· - [[παρόμοιος]] [[φόρος]] τελούμενος ὑπὸ τῶν ἀπελευθέρων, Ἀριστομ. ἐν Ἀδήλ. 3. ΙΙ. μετοίκια, τά, ἡ ἑορτὴ τῆς μετοικίας, = συνοίκια, τά, Πλουτ. Θησ. 24.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> taxe de douze drachmes que payaient les étrangers domiciliés à Athènes;<br /><b>2</b> τὰ μετοίκια, fête à Athènes, dans le mois Boédromion, en souvenir de la réunion des bourgs en une seule cité.<br />'''Étymologie:''' [[μέτοικος]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοίκιον Medium diacritics: μετοίκιον Low diacritics: μετοίκιον Capitals: ΜΕΤΟΙΚΙΟΝ
Transliteration A: metoíkion Transliteration B: metoikion Transliteration C: metoikion Beta Code: metoi/kion

English (LSJ)

τό,

   A tax paid by the μέτοικοι at Athens, Eub.87, Men.35, Is.Fr.45; μ. κατατιθέναι pay it, Lys.31.9; μ. τέθηκεν D.29.3; τελεῖν Pl.Lg.850b, etc.; προσφέρειν X.Vect.2.1; καταβάλλειν Luc. Deor.Conc.3; similar tax paid by freedmen, Aristomen.16.    II μετοίκια, τά, = συνοίκια (q. v.), Plu.Thes.24.

German (Pape)

[Seite 161] τό, das Schutzgeld, welches der als Schutzgenosse in einem Orte lebende Fremdling zu zahlen hat, in Athen 12 Drachmen; κατατιθέναι, es erlegen, Lys. 31, 9, wie Dem. 57, 55; τελεῖν, Plat. Legg. VIII, 850 b, wie Plut. Phoc. 29; καταβαλεῖν, Luc. Deorum Concil. 2; πωλητήριον τοῦ μετοικίου, Dem. 25, 57; – τὰ μετοίκια, Plut. Thes. 24, ein zu Athen jährlich im Monat Boedromion gefeiertes Fest zum Andenken der veränderten Wohnsitze, als die bis dahin κατὰ κώμας σποράδην, einzeln auf dem Lande zerstreu't lebenden Bürger durch Theseus in eine Stadtgemeinde zusammengezogen wurden; es hieß auch συνοίκια u. συνοικέσια.

Greek (Liddell-Scott)

μετοίκιον: τό, ὁ φόρος τῶν 12 δραχμῶν ὁ ἀποτινόμενος ὑπὸ τῶν ἐν Ἀθήναις μετοίκων, μ. κατατιθέναι, τελεῖν, ἀποτίνειν, Λυσ. 137. 29· μ. τιθέναι Δημ. 845. 20· τελεῖν Πλάτ. Νόμ. 850Β, κτλ.· προσφέρειν Ξεν. Πόρ. 2, 1· καταβάλλειν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 3· πρβλ. Böckh P. E. 44, κἑξ.· - παρόμοιος φόρος τελούμενος ὑπὸ τῶν ἀπελευθέρων, Ἀριστομ. ἐν Ἀδήλ. 3. ΙΙ. μετοίκια, τά, ἡ ἑορτὴ τῆς μετοικίας, = συνοίκια, τά, Πλουτ. Θησ. 24.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 taxe de douze drachmes que payaient les étrangers domiciliés à Athènes;
2 τὰ μετοίκια, fête à Athènes, dans le mois Boédromion, en souvenir de la réunion des bourgs en une seule cité.
Étymologie: μέτοικος.