θηριόω: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηριόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς ἄγριον [[θηρίον]], Γρηγ. Ναζ. - Παθ., ἐπὶ τῶν ἑταίρων τοῦ Ὀδυσσέως, Συλλ. Ἐπιγρ. 6130. ΙΙ. Παθ., αὐξάνομαι εἰς πλῆρες καὶ τέλειον [[θηρίον]], πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Εὔβουλ. Σφιγγ. 1. 14. 2) [[γίνομαι]] [[θηριώδης]], [[ἄγριος]], θηριούμενος Πλάτ. Νόμ. 935Α. 3) ἐπὶ σπερμάτων, συνώνυμον τῷ ζωοῦσθαι, εἶμαι [[πλήρης]] σκωλήκων, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 18, 1. 4) ὡς ἰατρ. ὅρος, τεθηριωμένον [[ἕλκος]] = [[θηρίωμα]], Διοσκ. 3. 11. | |lstext='''θηριόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς ἄγριον [[θηρίον]], Γρηγ. Ναζ. - Παθ., ἐπὶ τῶν ἑταίρων τοῦ Ὀδυσσέως, Συλλ. Ἐπιγρ. 6130. ΙΙ. Παθ., αὐξάνομαι εἰς πλῆρες καὶ τέλειον [[θηρίον]], πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Εὔβουλ. Σφιγγ. 1. 14. 2) [[γίνομαι]] [[θηριώδης]], [[ἄγριος]], θηριούμενος Πλάτ. Νόμ. 935Α. 3) ἐπὶ σπερμάτων, συνώνυμον τῷ ζωοῦσθαι, εἶμαι [[πλήρης]] σκωλήκων, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 18, 1. 4) ὡς ἰατρ. ὅρος, τεθηριωμένον [[ἕλκος]] = [[θηρίωμα]], Διοσκ. 3. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> changer en bête sauvage;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> <b>1</b> devenir une bête sauvage;<br /><b>2</b> devenir brutal, irascible;<br /><b>3</b> être infesté de vers;<br /><b>4</b> <i>en parl. d’un ulcère</i> devenir malin, s’ulcérer.<br />'''Étymologie:''' [[θηρίον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
A make into a wild beast, τοὺς πρὸς αὐτὴν ἀφικνουμένους ἡ Κίρκη θηριοῖ Phld.Piet.144:—Pass., IG14.1291. II Pass., come to the full size of a beast, πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Eub.107.14. 2 become brutal, θηριούμενος Pl.Lg.935a; πρός τινας Phld.Lib.p.25O.; πρὸς ἀγριότητα Ph.2.53. 3 of seeds, to be infested with worms, Thphr. CP5.18.1. b of places, to be infested with reptiles, Paul.Aeg. 5.1. 4 Medic., become malignant, ἕλκη ἐᾶσαι θηριωθῆναι Thphr. Char.19.3; τεθηριωμένον ἕλκος Dsc.3.9.
Greek (Liddell-Scott)
θηριόω: μεταβάλλω εἰς ἄγριον θηρίον, Γρηγ. Ναζ. - Παθ., ἐπὶ τῶν ἑταίρων τοῦ Ὀδυσσέως, Συλλ. Ἐπιγρ. 6130. ΙΙ. Παθ., αὐξάνομαι εἰς πλῆρες καὶ τέλειον θηρίον, πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Εὔβουλ. Σφιγγ. 1. 14. 2) γίνομαι θηριώδης, ἄγριος, θηριούμενος Πλάτ. Νόμ. 935Α. 3) ἐπὶ σπερμάτων, συνώνυμον τῷ ζωοῦσθαι, εἶμαι πλήρης σκωλήκων, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 18, 1. 4) ὡς ἰατρ. ὅρος, τεθηριωμένον ἕλκος = θηρίωμα, Διοσκ. 3. 11.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. changer en bête sauvage;
II. Pass. 1 devenir une bête sauvage;
2 devenir brutal, irascible;
3 être infesté de vers;
4 en parl. d’un ulcère devenir malin, s’ulcérer.
Étymologie: θηρίον.