δυναστεύω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῠναστεύω''': εἶμαι [[δυνάστης]], ἔχω ἐξουσίαν ἢ κυριαρχίαν, Ἡρόδ. 9. 2, Θουκ. 6. 89, Ἰσοκρ. 249C, κτλ.˙ ἡ [[πόλις]] τῶν λοιπῶν ἐδυνάστευε [[μάλιστα]] Ἡρόδ. 5. 97˙ [[μετὰ]] γεν., εἶμαι [[κύριος]] ἐπί τινος, Ποσειδών. πάρ’ Ἀθην. 213Α, Διόδ. 4. 31 [[μετὰ]] δοτ., Ἀθήν. 624D·- [[καθόλου]], [[ὑπερισχύω]], [[κατισχύω]], ἐπικρατῶ˙ ἐπὶ ἀνέμου, ἐπὶ κλίματος, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀέρ. 288˙ ἔχω δύναμιν, ῥοπήν, ἐξασκῶ ἐπίδρασιν, ἐν τῷ σώματι Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14.- Παθ., κυβερνῶμαι, διευθύνομαι, ὑπό τινος Γαλην. ΙΙ. ὡς μαθηματ. ὅρος, ἴδε ἐν λ. [[δύναμαι]] ΙΙ. 4.
|lstext='''δῠναστεύω''': εἶμαι [[δυνάστης]], ἔχω ἐξουσίαν ἢ κυριαρχίαν, Ἡρόδ. 9. 2, Θουκ. 6. 89, Ἰσοκρ. 249C, κτλ.˙ ἡ [[πόλις]] τῶν λοιπῶν ἐδυνάστευε [[μάλιστα]] Ἡρόδ. 5. 97˙ [[μετὰ]] γεν., εἶμαι [[κύριος]] ἐπί τινος, Ποσειδών. πάρ’ Ἀθην. 213Α, Διόδ. 4. 31 [[μετὰ]] δοτ., Ἀθήν. 624D·- [[καθόλου]], [[ὑπερισχύω]], [[κατισχύω]], ἐπικρατῶ˙ ἐπὶ ἀνέμου, ἐπὶ κλίματος, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀέρ. 288˙ ἔχω δύναμιν, ῥοπήν, ἐξασκῶ ἐπίδρασιν, ἐν τῷ σώματι Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14.- Παθ., κυβερνῶμαι, διευθύνομαι, ὑπό τινος Γαλην. ΙΙ. ὡς μαθηματ. ὅρος, ἴδε ἐν λ. [[δύναμαι]] ΙΙ. 4.
}}
{{bailly
|btext=être le maître ; exercer le pouvoir, la domination.<br />'''Étymologie:''' [[δυνάστης]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠναστεύω Medium diacritics: δυναστεύω Low diacritics: δυναστεύω Capitals: ΔΥΝΑΣΤΕΥΩ
Transliteration A: dynasteúō Transliteration B: dynasteuō Transliteration C: dynasteyo Beta Code: dunasteu/w

English (LSJ)

   A hold power or lordship, be powerful or influential, Hdt.9.2, Isoc.12.82, OGI56.12, etc.; τὸ-εῦον, opp. δῆμος, Th.6.89; ἡ πόλις τῶν λοιπέων ἐδυνάστευε μέγιστον Hdt.5.97: c. gen., to be lord over, Οἰχαλίας D.S.4.31: metaph., αἱ ἄλογοι ἡδοναὶ δ. ψυχῆς Ph.1.19: c. dat., Ath.14.624d: generally, prevail, be prevalent, of a wind, of climate, Hp.Aph.3.5, Aër. 12; to be influential, potent, ἐν τῷ σώματι Id.VM16, cf. Herophil. ap. Gal.12.619:—Pass., to be ruled, πρὸς μυρίων Ph.2.503.    II Math., in Pass., to be concerned with powers of numbers, Pl.R.546b.

German (Pape)

[Seite 673] ein δυνάστης sein, die Macht haben, durch Macht u. Ansehen der Erste im Staate sein; οἱ δυναστεύοντες ἄνδρες ἐν ταῖσι πόλεσι Her. 9, 2, wie Plat. Rep. VI, 498 e. So sagt Isocr. von den Athenern δ. ἐν τοῖς Ἕλλησι 4, 178, sie haben die Hegemonie. – C. gen., Posidon. bei Ath. V, 213 a; τινί, Ath. XIV, 624 d. – Auch übertr., πάθος Plat. Polit. 273 c; νότος, Hippocr. – Bei Plat. Rep. VII, 546 b, αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι, scheint es der Gegensatz des Erhebens ins Quadrat zu sein.

Greek (Liddell-Scott)

δῠναστεύω: εἶμαι δυνάστης, ἔχω ἐξουσίαν ἢ κυριαρχίαν, Ἡρόδ. 9. 2, Θουκ. 6. 89, Ἰσοκρ. 249C, κτλ.˙ ἡ πόλις τῶν λοιπῶν ἐδυνάστευε μάλιστα Ἡρόδ. 5. 97˙ μετὰ γεν., εἶμαι κύριος ἐπί τινος, Ποσειδών. πάρ’ Ἀθην. 213Α, Διόδ. 4. 31 μετὰ δοτ., Ἀθήν. 624D·- καθόλου, ὑπερισχύω, κατισχύω, ἐπικρατῶ˙ ἐπὶ ἀνέμου, ἐπὶ κλίματος, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀέρ. 288˙ ἔχω δύναμιν, ῥοπήν, ἐξασκῶ ἐπίδρασιν, ἐν τῷ σώματι Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14.- Παθ., κυβερνῶμαι, διευθύνομαι, ὑπό τινος Γαλην. ΙΙ. ὡς μαθηματ. ὅρος, ἴδε ἐν λ. δύναμαι ΙΙ. 4.

French (Bailly abrégé)

être le maître ; exercer le pouvoir, la domination.
Étymologie: δυνάστης.