περίφαντος: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίφαντος''': -ον, = [[περιφανής]], [[τάφος]] Ἀνθολ. Π. 8, 202˙ μεταφορ., π. θανεῖται, φανερὸς τοῖς πᾶσι θὰ ἀποθάνῃ, Σοφ. Αἴ. 229. ΙΙ. [[ἔνδοξος]], [[ἐπιφανής]], [[ὀνομαστός]], Λατ. illustris, [[αὐτόθι]] 599. | |lstext='''περίφαντος''': -ον, = [[περιφανής]], [[τάφος]] Ἀνθολ. Π. 8, 202˙ μεταφορ., π. θανεῖται, φανερὸς τοῖς πᾶσι θὰ ἀποθάνῃ, Σοφ. Αἴ. 229. ΙΙ. [[ἔνδοξος]], [[ἐπιφανής]], [[ὀνομαστός]], Λατ. illustris, [[αὐτόθι]] 599. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> visible à tous;<br /><b>2</b> connu de tous, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[περιφαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A = περιφανής : metaph., π. θανεῖται too plainly he will die, S.Aj.229 (lyr.). II famous, renowned, πᾶσιν ib.599 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 598] = περιφανής; πᾶσιν περίφαντος αἰεί, berühmt, Soph. Ai. 595; περίφαντος ἁ'νὴρ θανεῖται, 225, offenbar, sicher.
Greek (Liddell-Scott)
περίφαντος: -ον, = περιφανής, τάφος Ἀνθολ. Π. 8, 202˙ μεταφορ., π. θανεῖται, φανερὸς τοῖς πᾶσι θὰ ἀποθάνῃ, Σοφ. Αἴ. 229. ΙΙ. ἔνδοξος, ἐπιφανής, ὀνομαστός, Λατ. illustris, αὐτόθι 599.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 visible à tous;
2 connu de tous, célèbre.
Étymologie: περιφαίνω.