ἐκτραχηλίζω: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτρᾰχηλίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κυρίως]] ἐπὶ ἵππου, [[ῥίπτω]] τὸν ἀναβάτην [[ὑπεράνω]] τῆς κεφαλῆς μου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8. Πλούτ. 2. 58F: [[καθόλου]], [[θραύω]] τινὸς τὸν τράχηλον, Ἀριστ. Λυσ. 705: - Παθ., [[θραύω]] τὸν ἴδιόν μου τράχηλον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1501, Πλ. 70˙ μεταφ., Δημ. 124. 7. ΙΙ. ὁμιλῶ [[μετὰ]] στόμφου, Ἑρμογ. Περὶ Σεμνότητος. | |lstext='''ἐκτρᾰχηλίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κυρίως]] ἐπὶ ἵππου, [[ῥίπτω]] τὸν ἀναβάτην [[ὑπεράνω]] τῆς κεφαλῆς μου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8. Πλούτ. 2. 58F: [[καθόλου]], [[θραύω]] τινὸς τὸν τράχηλον, Ἀριστ. Λυσ. 705: - Παθ., [[θραύω]] τὸν ἴδιόν μου τράχηλον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1501, Πλ. 70˙ μεταφ., Δημ. 124. 7. ΙΙ. ὁμιλῶ [[μετὰ]] στόμφου, Ἑρμογ. Περὶ Σεμνότητος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἐξετραχήλισα;<br /><b>1</b> jeter à bas par-dessus son cou <i>en parl. d’un cheval</i>, désarçonner;<br /><b>2</b> rompre le cou ; <i>Pass.</i> se rompre le cou ; <i>fig.</i> plonger dans le malheur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τράχηλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. fut. -ιῶ, prop. of a horse,
A throw the rider over its head, X.Cyr.1.4.8, Plu.2.58f: generally, break a person's neck, Ar. Lys.705; overturn, τὰ ὄρη Tab.Defix.Aud.271.26 (Hadrumetum, iii A.D.); κλίμακας Ph.Bel.85.38:—Pass., break one's neck, Ar.Nu.1501, Pl.70, Luc.Merc.Cond.42. 2 metaph., ruin, pervert, D.9.51, Luc. Rh.Pr.10, Alciphr.3.40, Porph.Abst.1.42; εἰς ὑπερηφανίαν Mich.in EN523.20:—Pass., εἰς ἀτόπους πράξεις Ph.Fr.102 H. II metaph., cause to lose control of one's language, ἐ. τινὰς αἱ τραγψδίαι Hermog. Id.1.6. III behead, Gloss.
German (Pape)
[Seite 783] über den Hals ab-, herunterwerfen, vom Pferde, Xen. Cyr. 1, 4, 8; übh. herunterstürzen, den Hals brechen, Ar. Lys. 705 Nubb. 1501; ἵν' ἐκεῖθεν (von einer Höhe) ἐκτραχηλισθῇ πεσών Plut. 70; dah. zu Grunde richten, Luc. Tox. 14 u. a. Sp., wie Alciphr. 3, 40. – Pass., sich köpflings ins Unglück stürzen, Dem. 9, 51. – Sp., wie Dio Chrys., stolz machen, u. Hermog. in hochtrabenden Ausdrücken vortragen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρᾰχηλίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κυρίως ἐπὶ ἵππου, ῥίπτω τὸν ἀναβάτην ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς μου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8. Πλούτ. 2. 58F: καθόλου, θραύω τινὸς τὸν τράχηλον, Ἀριστ. Λυσ. 705: - Παθ., θραύω τὸν ἴδιόν μου τράχηλον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1501, Πλ. 70˙ μεταφ., Δημ. 124. 7. ΙΙ. ὁμιλῶ μετὰ στόμφου, Ἑρμογ. Περὶ Σεμνότητος.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐξετραχήλισα;
1 jeter à bas par-dessus son cou en parl. d’un cheval, désarçonner;
2 rompre le cou ; Pass. se rompre le cou ; fig. plonger dans le malheur.
Étymologie: ἐκ, τράχηλος.