σκελιφρός: Difference between revisions
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκελιφρός''': (παρὰ τῷ Ἐρωτιαν. σκελεφρός), ά, όν, [[ξηρός]], [[κατάξηρος]], [[κάτισχνος]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, π. Ἄρθρ. 785· Ἀττ. [[σκληφρός]], ὃ ἴδε. | |lstext='''σκελιφρός''': (παρὰ τῷ Ἐρωτιαν. σκελεφρός), ά, όν, [[ξηρός]], [[κατάξηρος]], [[κάτισχνος]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, π. Ἄρθρ. 785· Ἀττ. [[σκληφρός]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />desséché, décharné.<br />'''Étymologie:''' [[σκέλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
(in Erot. with v.l. σκελεφρός), ά, όν,
A dry, parched, lean, dry or lean looking, Hp.Aër.4, v.l. in Art.8; Att. σκληφρός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 891] trocken, dürr, hager, Hippocr. u. Sp., auch σκελεφρός geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
σκελιφρός: (παρὰ τῷ Ἐρωτιαν. σκελεφρός), ά, όν, ξηρός, κατάξηρος, κάτισχνος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, π. Ἄρθρ. 785· Ἀττ. σκληφρός, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
desséché, décharné.
Étymologie: σκέλλω.