κατασκαφής: Difference between revisions

From LSJ

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκαφής''': -ές, ὁ πολὺ σκαφείς, βαθέως ἐσκαμμένος, κ. [[οἴκησις]], τὸ βαθέως ἐσκαμμένον [[οἴκημα]], δηλ. ὁ [[τάφος]], Σοφ. Ἀντ. 891.
|lstext='''κατασκαφής''': -ές, ὁ πολὺ σκαφείς, βαθέως ἐσκαμμένος, κ. [[οἴκησις]], τὸ βαθέως ἐσκαμμένον [[οἴκημα]], δηλ. ὁ [[τάφος]], Σοφ. Ἀντ. 891.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />creusé dans la terre.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκάπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκᾰφής Medium diacritics: κατασκαφής Low diacritics: κατασκαφής Capitals: ΚΑΤΑΣΚΑΦΗΣ
Transliteration A: kataskaphḗs Transliteration B: kataskaphēs Transliteration C: kataskafis Beta Code: kataskafh/s

English (LSJ)

ές,

   A dug down, κ. οἴκησις the deep-dug dwelling, i. e. the grave, ib.891.

German (Pape)

[Seite 1377] ές, eingegraben, οἴκησις, das Grab, Soph. Ant. 882.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκαφής: -ές, ὁ πολὺ σκαφείς, βαθέως ἐσκαμμένος, κ. οἴκησις, τὸ βαθέως ἐσκαμμένον οἴκημα, δηλ. ὁ τάφος, Σοφ. Ἀντ. 891.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
creusé dans la terre.
Étymologie: κατασκάπτω.