εὔπαις: Difference between revisions
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔπαις''': -αιδος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰ ἢ πολλὰ τέκνα, Ὁμ. Ὕμν. 30. 5, Ἡρόδ. 1. 32, καὶ Ἀττ., ὡς Εὐρ. ἐν Ἑκ. 810, Ἀριστοφ. ἐν Πλ. 639· βιοτᾶς εὔπαιδος Εὐρ. Ἴων. 491: - [[ἀλλά]], Λατοῦς [[γόνος]] [[εὔπαις]], ὁ εὐγενὴς αὐτῆς [[υἱός]], ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 689, Ι. Τ. 1234. Πρβλ. [[εὔτεκνος]]. | |lstext='''εὔπαις''': -αιδος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰ ἢ πολλὰ τέκνα, Ὁμ. Ὕμν. 30. 5, Ἡρόδ. 1. 32, καὶ Ἀττ., ὡς Εὐρ. ἐν Ἑκ. 810, Ἀριστοφ. ἐν Πλ. 639· βιοτᾶς εὔπαιδος Εὐρ. Ἴων. 491: - [[ἀλλά]], Λατοῦς [[γόνος]] [[εὔπαις]], ὁ εὐγενὴς αὐτῆς [[υἱός]], ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 689, Ι. Τ. 1234. Πρβλ. [[εὔτεκνος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=αιδος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui a de beaux <i>ou</i> de bons enfants;<br /><b>2</b> bon fils, bonne fille.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[παῖς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
παιδος, ὁ, ἡ,
A blest with children, i.e. with many or with good, fine children, h.Hom.30.5, Hdt. 1.32, E.Hec.810; Ἀσκληπιός Ar.Pl. 639 (lyr.); βιοτά E.Ion 491 (lyr.); Ἀθῆναι AP6.330 (Aeschin.); but Λατοῦς γόνος εὔπαις her noble son, E.HF689, IT1234 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 1086] παιδος, mit guten, schönen Kindern, glücklich in Kindern, H. h. 30, 5; Eur. Hec. 810 Suppl. 955; εὔπαιδος βιοτῆς ἐχοίμην Ion 491 ch.; Her. 1, 32 u. A.; Ἀθῆναι Aeschin. ep. (VI, 330). – Aber γόνος εὔπαις = der treffliche Sohn, Eur. I. T. 1234; Herc. Für. 689; Nonn. D. 24, 86.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπαις: -αιδος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰ ἢ πολλὰ τέκνα, Ὁμ. Ὕμν. 30. 5, Ἡρόδ. 1. 32, καὶ Ἀττ., ὡς Εὐρ. ἐν Ἑκ. 810, Ἀριστοφ. ἐν Πλ. 639· βιοτᾶς εὔπαιδος Εὐρ. Ἴων. 491: - ἀλλά, Λατοῦς γόνος εὔπαις, ὁ εὐγενὴς αὐτῆς υἱός, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 689, Ι. Τ. 1234. Πρβλ. εὔτεκνος.
French (Bailly abrégé)
αιδος (ὁ, ἡ)
1 qui a de beaux ou de bons enfants;
2 bon fils, bonne fille.
Étymologie: εὖ, παῖς.