καταντία: Difference between revisions

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταντία''': ἡ, ἡ [[κλίσις]] πρὸς τὰ [[κάτω]], τὸ κρέμασθαι πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 741· ὁ Γαλην. ἑρμηνεύει, τὴν κατάρροπον τῶν μελῶν θέσιν.
|lstext='''καταντία''': ἡ, ἡ [[κλίσις]] πρὸς τὰ [[κάτω]], τὸ κρέμασθαι πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 741· ὁ Γαλην. ἑρμηνεύει, τὴν κατάρροπον τῶν μελῶν θέσιν.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">2</span><i>adv.</i><br />en face, vis-à-vis.<br />'''Étymologie:''' καταντίος, sel. d’autres κατ’ [[ἀντία]].
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταντία Medium diacritics: καταντία Low diacritics: καταντία Capitals: ΚΑΤΑΝΤΙΑ
Transliteration A: katantía Transliteration B: katantia Transliteration C: katantia Beta Code: katanti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A hanging downwards, Hp.Off.3.    II καταντία, v. καταντίον.

German (Pape)

[Seite 1366] ἡ, die Abschüssigkeit. Vgl. καταντίος.

Greek (Liddell-Scott)

καταντία: ἡ, ἡ κλίσις πρὸς τὰ κάτω, τὸ κρέμασθαι πρὸς τὰ κάτω, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 741· ὁ Γαλην. ἑρμηνεύει, τὴν κατάρροπον τῶν μελῶν θέσιν.

French (Bailly abrégé)

2adv.
en face, vis-à-vis.
Étymologie: καταντίος, sel. d’autres κατ’ ἀντία.