ἀνωφελής: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνωφελής''': -ές, ὁ μὴ [[ὠφέλιμος]], [[ἄχρηστος]], ἀφροσύναι Ξενοφάν. 3. 1· γόοι Αἰσχύλ. Πρ. 33· σκιὰ Σοφ. Ἠλ. 1159 πάντα ἀν. ἦν Θουκ. 2. 47· ἀν. αὐτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Πλάτ. Πολ. 496D κ. ἀλλ. 2) [[ἐπιβλαβής]], [[βλαπτικός]], Θουκ. 6. 33· τινὶ Πλάτ. Πρωτ. 334Α, Ξεν. - Συγκρ. -έστερος Εὐρ. Ἀποσπ. 49. - Ἐπίρρ. -λῶς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 6.
|lstext='''ἀνωφελής''': -ές, ὁ μὴ [[ὠφέλιμος]], [[ἄχρηστος]], ἀφροσύναι Ξενοφάν. 3. 1· γόοι Αἰσχύλ. Πρ. 33· σκιὰ Σοφ. Ἠλ. 1159 πάντα ἀν. ἦν Θουκ. 2. 47· ἀν. αὐτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Πλάτ. Πολ. 496D κ. ἀλλ. 2) [[ἐπιβλαβής]], [[βλαπτικός]], Θουκ. 6. 33· τινὶ Πλάτ. Πρωτ. 334Α, Ξεν. - Συγκρ. -έστερος Εὐρ. Ἀποσπ. 49. - Ἐπίρρ. -λῶς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 6.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> inutile, vain;<br /><b>2</b> nuisible à, τινι.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὄφελος]].
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωφελής Medium diacritics: ἀνωφελής Low diacritics: ανωφελής Capitals: ΑΝΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: anōphelḗs Transliteration B: anōphelēs Transliteration C: anofelis Beta Code: a)nwfelh/s

English (LSJ)

ές,

   A unprofitable, useless, ἁβροσύναι Xenoph.3.1; γόοι A.Pr.33; σκιά S.El.1159; πάντα ἀ. ἦν Th.2.47; ἀ. αὑτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Pl.R.496d,al.    2 hurtful, prejudicial, Th.6.33; τινί Pl.Prt.334a, X.HG1.7.27: Comp. -έστερος E.Fr.48, X.Cyn.13.11, Pl.Hp.Ma.284e. Adv. -λῶς Arist.EN1095a5, PLond. 3.908.28 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 269] ές, nutzlos, γόος Aesch. Prom. 33; Eur. Suppl. 251; schädlich, τινί Plat. Prot. 334 a u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωφελής: -ές, ὁ μὴ ὠφέλιμος, ἄχρηστος, ἀφροσύναι Ξενοφάν. 3. 1· γόοι Αἰσχύλ. Πρ. 33· σκιὰ Σοφ. Ἠλ. 1159 πάντα ἀν. ἦν Θουκ. 2. 47· ἀν. αὐτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Πλάτ. Πολ. 496D κ. ἀλλ. 2) ἐπιβλαβής, βλαπτικός, Θουκ. 6. 33· τινὶ Πλάτ. Πρωτ. 334Α, Ξεν. - Συγκρ. -έστερος Εὐρ. Ἀποσπ. 49. - Ἐπίρρ. -λῶς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 6.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 inutile, vain;
2 nuisible à, τινι.
Étymologie: ἀ, ὄφελος.