ἐπεγερτικός: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπεγερτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐξεγείρων ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἀριστ. Προβλ. 6. 5· [[διεγερτικός]], [[μέλος]] τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικὸν Πλούτ. 2. 138B. - Ἐπίρρ. -κῶς, δι’ ἐξεγέρσεως, ἐπεγερτικῶς [[ἀπονυστακτέον]] Κλήμ. Ἀλ. Ι. 492C. | |lstext='''ἐπεγερτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐξεγείρων ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἀριστ. Προβλ. 6. 5· [[διεγερτικός]], [[μέλος]] τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικὸν Πλούτ. 2. 138B. - Ἐπίρρ. -κῶς, δι’ ἐξεγέρσεως, ἐπεγερτικῶς [[ἀπονυστακτέον]] Κλήμ. Ἀλ. Ι. 492C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à réveiller, à exciter, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεγείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A awakening, Arist.Pr.886a9. II stimulating, ἐ. ὁρμῆς Plu.2.138b; ἐ. εἰς τὰ ἀφροδίσια Cat.Cod.Astr.2.197.
German (Pape)
[Seite 908] ή, όν, aufweckend, ermunternd, Plut. conj. praec. A. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεγερτικός: -ή, -όν, ὁ ἐξεγείρων ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἀριστ. Προβλ. 6. 5· διεγερτικός, μέλος τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικὸν Πλούτ. 2. 138B. - Ἐπίρρ. -κῶς, δι’ ἐξεγέρσεως, ἐπεγερτικῶς ἀπονυστακτέον Κλήμ. Ἀλ. Ι. 492C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à réveiller, à exciter, gén..
Étymologie: ἐπεγείρω.