σκάφος: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκάφος''': [ᾰ], ὁ, (√ΣΚΑΠ, σκαφῆναι) τὸ σκάπτειν, ἡ [[σκαφεία]], [[τότε]] δὴ σκ. [[οὐκέτι]] οἰνέων, ὁ καιρὸς τῆς σκαφῆς τῶν [[ἀμπέλων]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 570· ὁ [[δεύτερος]] σκ. τῶν νέων [[ἀμπέλων]] Γεωπ. 3. 4, 5.
|lstext='''σκάφος''': [ᾰ], ὁ, (√ΣΚΑΠ, σκαφῆναι) τὸ σκάπτειν, ἡ [[σκαφεία]], [[τότε]] δὴ σκ. [[οὐκέτι]] οἰνέων, ὁ καιρὸς τῆς σκαφῆς τῶν [[ἀμπέλων]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 570· ὁ [[δεύτερος]] σκ. τῶν νέων [[ἀμπέλων]] Γεωπ. 3. 4, 5.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">2</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />carène de navire ; navire, vaisseau.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαφ, creuser.
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάφος Medium diacritics: σκάφος Low diacritics: σκάφος Capitals: ΣΚΑΦΟΣ
Transliteration A: skáphos Transliteration B: skaphos Transliteration C: skafos Beta Code: ska/fos

English (LSJ)

[ᾰ] (A), ὁ,

   A digging, hoeing, τότε δὴ σ. οὐκέτι οἰνέων the time for hoeing vines, Hes.Op.572; ὁ δεύτερος σ. τῶν νέων ἀμπέλων Gp. 3.4.5.
σκάφος [ᾰ] (B), εος, τό,

   A hull of a ship, Hdt.7.182, Th.1.50; ἐν μέσῳ σκάφει S.Tr.803; ὑπτιοῦτο δὲ σκάφη νεῶν A.Pers.419; ναυτικὰ σ. S.Aj.1278; Ἀργοῦς σκάφος E.Med.1; ναὸς or νεὼς σ., poet. = ναῦς, Id.IT1345, al.: generally, ship, οὐδ' ἐπόντισε σ. A.Ag.1013 (lyr.), cf. Supp.440, Ar.Ach.541, D.9.69, BGU1755.4 (i B.C.), etc.; σκάφευς ἀνάσσων Alcm.72 (nisi leg. Καφεύς = Κηφεύς): metaph., πόλεως σ. the ship of the state, Ar.V.29.    b τὸ ἴδιον κυβερνῆσαι σ. 'paddle one's own canoe', Phld.Rh.2.294 S.    2 hollow of the external ear, Poll.2.85.    II = σκαφεῖον, AP6.21.7.

German (Pape)

[Seite 891] τό, 1) das Graben; σκάφος οἰνέων, die rechte Zeit, Weinstöcke einzugraben oder zu behäufeln, Hes. O. 574, wo man mit veränderter Bdtg auch σκαφός hat schreiben wollen; – die Grube, bes. ein Wasserbehälter, Sp.; – das Grabscheit. – 2) jeder ausgehöhlte Körper; bes. Schiffsbauch, Schiff, ὑπτιοῦτο δὲ σκάφη νεῶν Aesch. Pers. 411, οὐδ' ἐπόντισε σκάφος Ag. 985; Suppl. 435; ναυτικὰ σκάφη, Soph. Ai. 1257; ἐν μέσῳ σκάφει θέντες σφε, Tr. 800; Ἀργοῦς σκάφος, Eur. Med. 1; πευκᾶεν, Androm. 864; auch ναὸς εἰσβήσω σκάφος, I. T. 742, vgl. Rhes. 392; πόντιον σκάφος, Troad. 1085; ἐκπλεύσας σκάφει, Ar. Ach. 515; auch τῆς πόλεως, Vesp. 29; Schiff Her. 7, 182; τὰ σκάφη τῶν νεῶν, Thuc. 1, 50; σκάφη κατάφρακτα, Pol. 16, 2, 10. – Bei Poll. 2, 85 die Höhlung des äußern Ohres.

Greek (Liddell-Scott)

σκάφος: [ᾰ], ὁ, (√ΣΚΑΠ, σκαφῆναι) τὸ σκάπτειν, ἡ σκαφεία, τότε δὴ σκ. οὐκέτι οἰνέων, ὁ καιρὸς τῆς σκαφῆς τῶν ἀμπέλων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 570· ὁ δεύτερος σκ. τῶν νέων ἀμπέλων Γεωπ. 3. 4, 5.

French (Bailly abrégé)

2ion. -εος, att. -ους (τό) :
carène de navire ; navire, vaisseau.
Étymologie: R. Σκαφ, creuser.