βραβεύς: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βραβεύς''': έως, ὁ, Ἀττ. πληθ. βραβῆς· αἰτ. ἑνικ. βραβῆ ἐν ἀρχ. ἐπιγρ. παρὰ Δημ. 322. 11· - ὁ κριτὴς ὁ δίδων τὰ βραβεῖα ἐν τοῖς ἀγῶσι, Λατ. arbiter, Σοφ. Ἠλ. 690, 709. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 949Α· [[καθόλου]], [[κριτής]], [[διαιτητής]] δίκης Εὐρ. Ὀρ. 1650· λόγου ὁ αὐτ. Μηδ. 274, κτλ. 2) [[καθόλου]], [[ἀρχηγός]], ἄρχων, μυρίας ἵππου βρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 302.· φιλόμαχοι βρ. ὁ αὐτ. Ἀγ. 230· ὁ πρωτουργὸς ἢ [[αὐτουργός]], μόχθων Εὐρ. Ἐλ. 703 (ἀγνώστου ἀρχῆς). | |lstext='''βραβεύς''': έως, ὁ, Ἀττ. πληθ. βραβῆς· αἰτ. ἑνικ. βραβῆ ἐν ἀρχ. ἐπιγρ. παρὰ Δημ. 322. 11· - ὁ κριτὴς ὁ δίδων τὰ βραβεῖα ἐν τοῖς ἀγῶσι, Λατ. arbiter, Σοφ. Ἠλ. 690, 709. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 949Α· [[καθόλου]], [[κριτής]], [[διαιτητής]] δίκης Εὐρ. Ὀρ. 1650· λόγου ὁ αὐτ. Μηδ. 274, κτλ. 2) [[καθόλου]], [[ἀρχηγός]], ἄρχων, μυρίας ἵππου βρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 302.· φιλόμαχοι βρ. ὁ αὐτ. Ἀγ. 230· ὁ πρωτουργὸς ἢ [[αὐτουργός]], μόχθων Εὐρ. Ἐλ. 703 (ἀγνώστου ἀρχῆς). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> juge d’un combat, arbitre;<br /><b>2</b> juge, arbitre <i>en gén.</i><br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> qui dirige, conducteur, chef (d’une troupe).<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à une langue indigène -- Babiniotis cf. perse *mrava « celui qui dit ce qui est vrai, juste », <i>skr.</i> braviti « parler ». | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ, Att. pl. βραβῆς: acc. sg. βραβῆ (v. infr.):—
A judge at the games, S.El.690,709, Pl.Lg. 949a: generally, judge, arbitrator, umpire, δίκης E.Or.1650; λόγου Id.Med.274, etc.; Ἀΐδην κοινὸν ἔθεντο βραβῆ Epigr. ap. D.18.289. 2 generally, chief, leader, μυρίας ἵππου β. A.Pers.302; φιλόμαχοι β. Id.Ag.230 (lyr.); author, μόχθων τῶν ἐν Ἰλίῳ, of Helen, E.Hel.703.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, der Anordner der Kampfspiele, Kampfrichter, Soph. El. 690; ἄθλων ἐπιστάται καὶ βρ. Plat. Legg. XII, 949 a; übh. Richter, δίκης Eur. Or. 1650; λόγου Med. 274. Bei Aesch. Anführer, ἵππου Pers. 294; Ag. 222; μόχθων, Urheber, Eur. Hel. 703.
Greek (Liddell-Scott)
βραβεύς: έως, ὁ, Ἀττ. πληθ. βραβῆς· αἰτ. ἑνικ. βραβῆ ἐν ἀρχ. ἐπιγρ. παρὰ Δημ. 322. 11· - ὁ κριτὴς ὁ δίδων τὰ βραβεῖα ἐν τοῖς ἀγῶσι, Λατ. arbiter, Σοφ. Ἠλ. 690, 709. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 949Α· καθόλου, κριτής, διαιτητής δίκης Εὐρ. Ὀρ. 1650· λόγου ὁ αὐτ. Μηδ. 274, κτλ. 2) καθόλου, ἀρχηγός, ἄρχων, μυρίας ἵππου βρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 302.· φιλόμαχοι βρ. ὁ αὐτ. Ἀγ. 230· ὁ πρωτουργὸς ἢ αὐτουργός, μόχθων Εὐρ. Ἐλ. 703 (ἀγνώστου ἀρχῆς).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 juge d’un combat, arbitre;
2 juge, arbitre en gén.
3 p. ext. qui dirige, conducteur, chef (d’une troupe).
Étymologie: DELG emprunt à une langue indigène -- Babiniotis cf. perse *mrava « celui qui dit ce qui est vrai, juste », skr. braviti « parler ».